παράσημος: Difference between revisions

6_15
(13_6b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] 1) bezeichnet, ausgezeichnet, berühmt; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου [[παράσημον]], Aesch. Ag. 755; [[ὄνομα]], Plut. Coriol. 23 u. öfter, wie a. Sp.; aber auch getadelt, Plut. Brut. 2; bei Cereal. 2 (XI, 144) bedeutet παράσημα λέγειν in seltenen, gesuchten, von den Grammatikern bemerkten Worten sprechen, s. Jacobs A. P. p. 684; vgl. Plut. Alex. 48, τῷ σολοίκῳ καὶ παρασήμῳ [[ἄνευ]] χαρίτων τὸ σεμνὸν μιμούμενος. – 2) falsch gestempelt, falsch gemünzt, [[νόμισμα]], Dem. 24, 213 u. Sp.; übertr. sagt Ar. Ach. 493 ἀνδράρια παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα; übh. von schlechter Art, [[ῥήτωρ]], Dem. 18, 242; unrühmlich, ehrlos, [[δόξα]], Eur. Hipp. 1116. – So auch adv., Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] 1) bezeichnet, ausgezeichnet, berühmt; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου [[παράσημον]], Aesch. Ag. 755; [[ὄνομα]], Plut. Coriol. 23 u. öfter, wie a. Sp.; aber auch getadelt, Plut. Brut. 2; bei Cereal. 2 (XI, 144) bedeutet παράσημα λέγειν in seltenen, gesuchten, von den Grammatikern bemerkten Worten sprechen, s. Jacobs A. P. p. 684; vgl. Plut. Alex. 48, τῷ σολοίκῳ καὶ παρασήμῳ [[ἄνευ]] χαρίτων τὸ σεμνὸν μιμούμενος. – 2) falsch gestempelt, falsch gemünzt, [[νόμισμα]], Dem. 24, 213 u. Sp.; übertr. sagt Ar. Ach. 493 ἀνδράρια παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα; übh. von schlechter Art, [[ῥήτωρ]], Dem. 18, 242; unrühmlich, ehrlos, [[δόξα]], Eur. Hipp. 1116. – So auch adv., Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) [[μετὰ]] ἐπιθέτου, [[ἄμφω]] καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως [[κέδρον]] ὀξύκεδρον ([[ἔνθα]] νῦν: πλὴν [[παρασημασία]] κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.
}}
}}