χωριστός: Difference between revisions

6_11
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] adj. verb. von [[χωρίζω]], abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] adj. verb. von [[χωρίζω]], abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''χωριστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, κεχωρισμένος, ἢ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ, τόπῳ, μεγέθει, ἀριθμῷ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 8., 3. 9, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 21, πρβλ. 6. 16, 5, Ἠθ. Νικομ. 1. 6, 13· χ. [[κτῆμα]], ὃ δύναταί τις νἀπαλλοτριώσῃ, ἐπὶ δούλων, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 4, 6. ΙΙ. κεχωρισμένον ἢ δυνάμενον νὰ χωρισθῇ νοητῶς, χ. τῇ νοήσει, τῷ λόγῳ, κατὰ τὸν λόγον Φυσικ. 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὑπάρχων χωριστά, ἀφῃρημένως, οὐθὲν ... χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν [[αὐτόθι]] 1. 2, 6, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5., 6. 3, 7, κτλ.· ἀφηρημένος, [[αὐτόθι]] 5, 1, 8· - Ἐπίρρ. -τῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 186.
}}
}}