3,273,153
edits
(13_7_3b) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0995.png Seite 995]] aor. ἐπέτρεψα, Hom. auch ἐπέτραπον, u. im med. nur ἐπετραπόμην, aor. I. pass. ἐπετρέφθην, ion. [[ἐπιτράπω]], <b class="b2">zuwenden</b>; – 1) <b class="b2">hingeben</b>, übergeben, <b class="b2">überlassen</b>, anvertrauen, οἶκόν τινι, zur Aufsicht Einem das Haus übergeben, Od. 2, 226; ἐπίτρεψον θεοῖσιν 19, 502; c. inf., Τρωσὶν γὰρ [[ἐπιτραπέουσι]] φυλάσσειν Il. 10, 421; pass., ᾡ λαοί τ' [[ἐπιτετράφαται]] καὶ τόσσα μέμηλεν 2, 25, wie Ὁραι τῇς ἐπιτέτραπται [[μέγας]] [[οὐρανός]] 5, 750; παισὶ κτήματα, den Kindern zuwenden, hinterlassen, Od. 7, 149; αὑτοὺς σμικραῖς ἐλπίσιν Eur. frg.; oft in Prosa, τὰ πρήγματά τινι Her. 6, 26; ὑμῖν [[ἐπιτρέπω]] καὶ τῷ θεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ Plat. Apol. 35 d; εἰ τὸ [[σῶμα]] ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ Prot. 313 a; ἐπιτρέψαι τῷ θεῷ περὶ τούτων Gorg. 512 e; [[ἀρχήν]] τινι Xen. An. 5, 9, 31, Folgde, pass., ἰατρῷ ἐπιτρεφθείς Antiph. IV β 4; παρὰ τούτων [[Ἡρακλεῖδαι]] ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν [[ἀρχήν]] Her. 1, 7, vgl. 2, 121, 1; bes. als Statthalter übergeben, 1, 64 u. oft; οἱ ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, denen die Wache anvertraut ist, Thuc. 1, 126, wie οἱ τὰς πόλεις ἐπιτετραμμένοι Luc. Nigr. 34. – 2) zulassen, <b class="b2">einräumen</b>, νίκην τινί Il. 21, 473; gestatten, vergönnen, οὐκ ἄν ποτ' ἄλλῳ τοῦτό γ' ἐπέτρεπον ποιεῖν Ar. Plut. 1078; εἰ βουλοίμεθά τῳ ἐπιτρέψαι παῖδας ἄῤῥενας παιδεῦσαι Xen. Mem. 1, 5, 2; τινὶ χώραν διαρπάσαι An. 1, 2, 19; τούτοις ὁπότερ' ἂν ψηφίσωνται 7, 7, 18; [[οὔτε]] τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέπομεν ποιεῖν Plat. Chartn. 171 e; Conv. 219 c u. öfter; absolut, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις μὴ ἐπιτρέποντες Legg. VII, 802 b. Auch τινὶ κακῷ εἶναι Xen. An. 3, 2, 31; οὐδ' αὐτοῖς Θηβαίοις ἐπετρέπετε αὐτονόμους εἶναι Hell. 6, 3, 9; ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Her. 2, 120; vgl. μὴ ἐπιτρέπων τῷ ἀσεβοῦντι sc. ἀσεβεῖν, Plat. Euthvphr. 5 e; c. acc. c. int., ἡμᾶς οὐδ' ἐναυλισθῆναι ἐπιτρέπεις Xen. An. 7, 7, 8, wie Ath. XIII, 565 f; mit der Negation, nicht gestatten, verbieten, verhindern, ἢν δέ τις μαλακύνῃ, μὴ ἐπιτρέπετε Xen. Cyr. 3, 2, 5; Thuc. 1, 71; σὺ δ' ἐπέτρεπες; du ließest es zu? Ar. Nubb. 799. – Jemandem Vollmacht geben, Jemandes Ausspruch, Entscheidung Etwas anheimstellen, ἤθελον τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ ἐπιτρέψαι Thuc. 1, 28, Schol. τὴν ἐπιτροπὴν τῆς κρίσεως δοῦναι; vgl. 4, 83; Xen. Mem. 3, 5, 12; οἱ δικασταί, οἷς ἂν ἐπιτρέψητε Dem. 7, 7; mit [[περί]], Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, sie stellten sich der Entscheidung der Athener, nur sollten diese nicht Todesstrafe verhängen dürfen, Thuc. 4, 54; τῷ θεῷ περὶ τούτων Plat.; Dem. u. A.; περὶ τῶν ὅλων, unumschränkte Vollmacht, Pol. 1, 62, 3; τινί, Einem die Vormundschaft übertragen, Lys. bei Harpocr., s. Mein. IV p. 119. – 3) <b class="b2">auftragen</b>, anbefehlen, οἷς ἂν ἐπιτρέψωσιν οἵδε καὶ τάξωσιν, τούτοις ἐμμένειν Plat. Legg. VI, 784 c; τὴν τάξιν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρε ψεν ἐφέπεσθαι Xen. An. 6, 3, 11. – 4) intrans., wo man ἑαυτόν ergänzen kann, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]], auf diese vertrauten wir am meisten, Il. 10, 59; ὥς οἱ ἐπέτρεψε, als er sich ihm anvertraut hatte, Her. 3, 130; τοῖς ὅρκοις II. Hal. 7, 40; – γήραϊ, dem Alter nachgeben, unterliegen, Il. 10, 79; Sp., ὀργῇ D. Hal. 7, 45; ἀήταις Opp. Hal. 1, 350. – 5) Med. sich wohin wenden, neigen, σοὶ θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι Od. 9, 12; – sich anvertrauen, τινί, d. i. sich an Einen als Schiedsrichter wenden, Her. 1, 96. 5, 95; ἐπίστευον αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι, sich seinem Schutze anvertrauend, Xen. An. 1, 9, 8; übh. anvertrauen, τὰ ἄλλα ἐμοὶ ἐπιτράψονται Her. 3, 155; – ἐπιτετράψεται D. L. 1, 54. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0995.png Seite 995]] aor. ἐπέτρεψα, Hom. auch ἐπέτραπον, u. im med. nur ἐπετραπόμην, aor. I. pass. ἐπετρέφθην, ion. [[ἐπιτράπω]], <b class="b2">zuwenden</b>; – 1) <b class="b2">hingeben</b>, übergeben, <b class="b2">überlassen</b>, anvertrauen, οἶκόν τινι, zur Aufsicht Einem das Haus übergeben, Od. 2, 226; ἐπίτρεψον θεοῖσιν 19, 502; c. inf., Τρωσὶν γὰρ [[ἐπιτραπέουσι]] φυλάσσειν Il. 10, 421; pass., ᾡ λαοί τ' [[ἐπιτετράφαται]] καὶ τόσσα μέμηλεν 2, 25, wie Ὁραι τῇς ἐπιτέτραπται [[μέγας]] [[οὐρανός]] 5, 750; παισὶ κτήματα, den Kindern zuwenden, hinterlassen, Od. 7, 149; αὑτοὺς σμικραῖς ἐλπίσιν Eur. frg.; oft in Prosa, τὰ πρήγματά τινι Her. 6, 26; ὑμῖν [[ἐπιτρέπω]] καὶ τῷ θεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ Plat. Apol. 35 d; εἰ τὸ [[σῶμα]] ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ Prot. 313 a; ἐπιτρέψαι τῷ θεῷ περὶ τούτων Gorg. 512 e; [[ἀρχήν]] τινι Xen. An. 5, 9, 31, Folgde, pass., ἰατρῷ ἐπιτρεφθείς Antiph. IV β 4; παρὰ τούτων [[Ἡρακλεῖδαι]] ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν [[ἀρχήν]] Her. 1, 7, vgl. 2, 121, 1; bes. als Statthalter übergeben, 1, 64 u. oft; οἱ ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, denen die Wache anvertraut ist, Thuc. 1, 126, wie οἱ τὰς πόλεις ἐπιτετραμμένοι Luc. Nigr. 34. – 2) zulassen, <b class="b2">einräumen</b>, νίκην τινί Il. 21, 473; gestatten, vergönnen, οὐκ ἄν ποτ' ἄλλῳ τοῦτό γ' ἐπέτρεπον ποιεῖν Ar. Plut. 1078; εἰ βουλοίμεθά τῳ ἐπιτρέψαι παῖδας ἄῤῥενας παιδεῦσαι Xen. Mem. 1, 5, 2; τινὶ χώραν διαρπάσαι An. 1, 2, 19; τούτοις ὁπότερ' ἂν ψηφίσωνται 7, 7, 18; [[οὔτε]] τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέπομεν ποιεῖν Plat. Chartn. 171 e; Conv. 219 c u. öfter; absolut, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις μὴ ἐπιτρέποντες Legg. VII, 802 b. Auch τινὶ κακῷ εἶναι Xen. An. 3, 2, 31; οὐδ' αὐτοῖς Θηβαίοις ἐπετρέπετε αὐτονόμους εἶναι Hell. 6, 3, 9; ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Her. 2, 120; vgl. μὴ ἐπιτρέπων τῷ ἀσεβοῦντι sc. ἀσεβεῖν, Plat. Euthvphr. 5 e; c. acc. c. int., ἡμᾶς οὐδ' ἐναυλισθῆναι ἐπιτρέπεις Xen. An. 7, 7, 8, wie Ath. XIII, 565 f; mit der Negation, nicht gestatten, verbieten, verhindern, ἢν δέ τις μαλακύνῃ, μὴ ἐπιτρέπετε Xen. Cyr. 3, 2, 5; Thuc. 1, 71; σὺ δ' ἐπέτρεπες; du ließest es zu? Ar. Nubb. 799. – Jemandem Vollmacht geben, Jemandes Ausspruch, Entscheidung Etwas anheimstellen, ἤθελον τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ ἐπιτρέψαι Thuc. 1, 28, Schol. τὴν ἐπιτροπὴν τῆς κρίσεως δοῦναι; vgl. 4, 83; Xen. Mem. 3, 5, 12; οἱ δικασταί, οἷς ἂν ἐπιτρέψητε Dem. 7, 7; mit [[περί]], Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, sie stellten sich der Entscheidung der Athener, nur sollten diese nicht Todesstrafe verhängen dürfen, Thuc. 4, 54; τῷ θεῷ περὶ τούτων Plat.; Dem. u. A.; περὶ τῶν ὅλων, unumschränkte Vollmacht, Pol. 1, 62, 3; τινί, Einem die Vormundschaft übertragen, Lys. bei Harpocr., s. Mein. IV p. 119. – 3) <b class="b2">auftragen</b>, anbefehlen, οἷς ἂν ἐπιτρέψωσιν οἵδε καὶ τάξωσιν, τούτοις ἐμμένειν Plat. Legg. VI, 784 c; τὴν τάξιν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρε ψεν ἐφέπεσθαι Xen. An. 6, 3, 11. – 4) intrans., wo man ἑαυτόν ergänzen kann, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]], auf diese vertrauten wir am meisten, Il. 10, 59; ὥς οἱ ἐπέτρεψε, als er sich ihm anvertraut hatte, Her. 3, 130; τοῖς ὅρκοις II. Hal. 7, 40; – γήραϊ, dem Alter nachgeben, unterliegen, Il. 10, 79; Sp., ὀργῇ D. Hal. 7, 45; ἀήταις Opp. Hal. 1, 350. – 5) Med. sich wohin wenden, neigen, σοὶ θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι Od. 9, 12; – sich anvertrauen, τινί, d. i. sich an Einen als Schiedsrichter wenden, Her. 1, 96. 5, 95; ἐπίστευον αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι, sich seinem Schutze anvertrauend, Xen. An. 1, 9, 8; übh. anvertrauen, τὰ ἄλλα ἐμοὶ ἐπιτράψονται Her. 3, 155; – ἐπιτετράψεται D. L. 1, 54. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιτρέπω''': Ἰων. -[[τράπω]]: μέλλ. -τρέψω: ἀόρ. α΄ -έτρεψα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. -έτραψα Ἡρόδ. 4. 202: ἀόρ. β΄ -έτραπον Ὅμ.: ― Μέσ. Ἰων. μέλλ. -τράψομαι Ἡρόδ. 3. 155: ἀόρ. β΄ μέσ. -ετρᾰπόμην Ὅμ.. ― Παθ., Ἰων. ἀόρ. α΄ -ετράφθην: μετοχ. -τραφθεὶς Ἡρόδ.: ἀόρ. β΄ παθ. -ετράπην. Κυρίως, [[τρέπω]] ἢ [[στρέφω]] [[πρός]] τι· ἀλλ’ οὕτω μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. β΄, σοι δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο... εἴρεσθ’, ἡ καρδία σου ἔκλινεν εἰς τὸ νὰ ἐρωτήσῃς περὶ τῶν βασάνων μου, Ὀδ. Ι. 12· [[ἀνατρέπω]] τι ἐπί τινος, ἐς κεφαλήν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας Λουκ. Λεξιφ. 8. 2) [[τρέπω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τινα, [[μεταφέρω]], κληροδοτῶ, τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν [[ἕκαστος]] κτήματ’ ἐνί μεγάροισι Ὀδ. Η. 149. 3) ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, καὶ οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα, «ἐπίτροπον, οἰκονόμον εἰς τὸν οἶκον [[αὐτοῦ]] ἐποίησε» (Σχόλ.), Β. 226 (ἴδε [[ἐπίτροπος]])· ἐπιτρέψειας ἕκαστα δμωάων ἐκείνῃ, ἥτις... ἀρίστη Ο. 24, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 509· θεοῖσιν μῦθον ἐπιτρέψαι, «τουτέστιν, ἀνάθες» (Εὐστ.), Ὀδ. Χ. 287, πρβλ. Τ. 502· οὕτω, κακοῖσι θυμὸν ἐπιτρέπην (Αἰολ. ἀπαρ.) Ἀλκαῖος 35· σμικραῖς... ἑαυτοὺς ἐλπίσιν Εὐρ. Ἀποσπ. 913: ― [[συχν]]. παρὰ πεζογράφοις, ἐπ. τινὶ τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 26· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 4. 202· Νάξον ὁ αὐτ. 1. 64· τὰ πάντα, πλεῖστα Θουκ. 2. 65., 5. 99· τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31, κτλ.· τινὰ ἰατρῷ Ἀντιφῶν 127. 38, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130· [[ὡσαύτως]], [[παραδίδω]] υἱὸν πρὸς ἐκπαίδευσιν, Πλάτ. Λάχ. 200D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1098· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., σοὶ δ’ οἴῳ ἐπέτρεψεν πονέσθαι, σὲ δὲ μόνον ἀφῆκε νὰ κοπιάζῃς, Ἰλ. Κ. 116, πρβλ. 421, Ἡρόδ. 9. 10: ― [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., παραχωρῶ τι εἴς τινα (πρβλ. [[ἐπιτροπή]]), ἔπεισαν δίαιταν ἐπιτρέψαι αὐτοῖς Δημ. 1360. 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 936Α· ὑμῖν [[ἐπιτρέπω]] κρῖναι Πλάτ. Ἀπολ. 35D, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 28. 4) [[μετὰ]] δοτ. μόνον, ἀφίνω τὰ πάντα εἰς ἕτερον, ἐμπιστεύομαι ἐμαυτὸν εἴς τινα, ἔχω πεποίθησιν, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]], «ἐξουσίαν δεδώκαμεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 59· ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν Ὀδ. Φ. 279· ἐπ. τῇ ὀλιγαρχίῃ Ἡρόδ. 3. 81· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ Λατ. referre ad…, ἀφίνω ὑπόθεσίν τινα εἰς τὴν κρίσιν ἢ διαιτησίαν ἄλλου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115, Σφ. 521, Βάτρ. 811, Θουκ. 1. 28· τινὶ δικαστῇ, εἴς τινα ὡς εἰς δικαστὴν, ὁ αὐτ. 4. 83: ― [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινὶ [[περί]] τινος Πλάτ. Γοργ. 512 Ε, Ἀλκ. α΄, 117Ε· Ἀθηναίοις ἐπ. περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, νὰ παραδώσωσιν ἑαυτοὺς εἰς τὴν διάθεσιν τῶν Ἀθηναίων μόνον νὰ μὴ ἔχωσιν ἐξουσίαν θανάτου ἐπ’ αὐτῶν, Θουκ. 4. 54· περὶ ὧν διαφερόμεθα τοῖς οἰκείοις ἐπιτρ. Δημ. 813. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Θουκ. 5. 31. 5) Μέσ., ἐμπιστεύομαι εἴς τινα, ἀφίνω τὴν ὑπόθεσίν μου εἰς αὐτόν, τινὶ Ἡρόδ. 1. 96., 5. 95, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἐμπιστεύομαί τι ἀνῆκον εἰς ἐμὲ εἰς ἄλλον, ὁ αὐτ. 3. 155, 157, Ξεν., κλ. 6) Παθ., ᾧ λαοί τ’ [[ἐπιτετράφαται]] (γ΄ πληθ. πρκμ. ἀντὶ ἐπιτετραμμένοι εἰσὶ) Ἰλ. Β. 25· τῆς (ἐνν. ὥραις) ἐπιτέτραπται [[μέγας]] [[οὐρανός]], τοῦ οὐρανοῦ αἱ πύλαι [[εἶναι]] δεδομέναι εἰς αὐτὰς (νὰ τὰς ἀνοίγωσι καὶ νὰ τὰς κλείωσι) Ἰλ. Ε. 750, Θ. 394, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 142, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἀρχὴν ἐπιτραφθέντες Ἡρόδ. 1. 7· ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακὴν Θουκ. 1. 126· πρβλ. [[πιστεύω]] ΙΙ. ΙΙ. παραχωρῶ, δίδω, Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας Ἰλ. Φ. 473· παρ’ Ἀττ., ἐπ. τινί, μετ’ ἀπαρ., παραχωρῶ, [[ἐπιτρέπω]], Ἀριστοφ. Πλ. 1078, Πλάτ. κλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, Πλάτ.· [[ὡσαύτως]], Θηβαίοις ἐπ. αὐτονόμους (-οις;) [[εἶναι]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 9· οὐδενὶ ἐπ. κακῷ [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 31· [[μετὰ]] μετοχ., ἐπ. ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Ἡρόδ. 2. 120· μή ἐπ. τινὶ ἀδικοῦντι Πλάτ. Εὐθύφρ. 5Ε· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, Πινδ. Ο. 6. 36, Ἀριστοφ. Νεφ. 799. Πλοῦτ. 915, Θουκ. 1. 71. 2) ἀμεταβ. ὡς τὸ Λατ. concedere, οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ, «τουτέστιν οὐδὲ ὑπὸ [[γήρως]] ἐνικᾶτο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 79· ἡλικίῃ καὶ θυμῷ μὴ ἐπίτραπτε, μὴ ὑποχώρει, μὴ κυριεύου ὑπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 3. 36· ταῖς ἐπιθυμίαις Πλάτ. Νόμ. 802 Β· τῇ ὀργῇ Διον. Ἁλ. 7. 45. ΙΙΙ. [[κελεύω]], ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι Ξεν. Ἀν. 6. 3, 11, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 784C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 17, καὶ Ἀθηνᾶν τ. Γ΄, σ. 312 κἑξ. | |||
}} | }} |