3,270,382
edits
(13_7_2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] (s. [[ἐρείδω]]), stützen auf etwas, act. erst Sp., [[ὅταν]] ἀπερείδωσι τὰς ὄψεις, den Blick heften, Plut. Symp. 5, 7, 3; [[πρός]] τι, auf etwas, Luc. enc. Dem. 17; intr., [[ἔνθα]] ἂν ἡ [[ὄψις]] ἀπερείδῃ, wo der Blick haftet. – Gew. med., sich ganz auf etwas stützen, τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι, κώλοις, Plat. Conv. 190 a Tim. 44 e, u. öfter; auch Sp., πείσμασιν ἀγκύρας ἀπερείδεται [[ναῦς]] Archimel. 1 (App. 15); εἴς τι Plat. Rep. VI, 508 d; ἔν τινι Xen. de re equ. 10, 7; häufiger bei Folgdn, ἐπίτι Pol. 28, 17; πρὸς τὴν πίστιν 12, 11, auf etwas fußen; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην, dagegen richten, Plut. de superst. 7; ὄψιν εἴς τι, den Blick auf etwas werfen, Luc. Icarom. 12; ähnl. ἐλπίδας, ὀργὴν εἴς τινα, seinen Zorn auslassen, Pol. 25, 5. 1, 69; [[πληγάς]], θυμόν, Plut.; δυσμένειαν [[πρός]] τινα Aristid. 7; τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους, sein Versehen auf die Schuldigen schieben, Pol. 38, 1; [[χάριν]] ἐπί τινα 24, 3; τὴν λείαν εἰς τόπον, deponiren, 3, 92; Call, Del. 120 ἐν οὔρεσιν ὠδῖνας ἀπηρείσαντο λέαιναι, gebären, euixae sunt. Das perf. ἀπηρεῖσθαι ist Pol. 3, 66, τὰς δυνάμεις εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζων, nicht nothwendig pass. zu nehmen; vgl. 3, 109 ἡ πατρὶς πᾶσαν προθυμίαν καὶ δύναμιν εἰς ὑμᾶς ἀπήρεισται, hat sie in eure Hände gelegt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] (s. [[ἐρείδω]]), stützen auf etwas, act. erst Sp., [[ὅταν]] ἀπερείδωσι τὰς ὄψεις, den Blick heften, Plut. Symp. 5, 7, 3; [[πρός]] τι, auf etwas, Luc. enc. Dem. 17; intr., [[ἔνθα]] ἂν ἡ [[ὄψις]] ἀπερείδῃ, wo der Blick haftet. – Gew. med., sich ganz auf etwas stützen, τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι, κώλοις, Plat. Conv. 190 a Tim. 44 e, u. öfter; auch Sp., πείσμασιν ἀγκύρας ἀπερείδεται [[ναῦς]] Archimel. 1 (App. 15); εἴς τι Plat. Rep. VI, 508 d; ἔν τινι Xen. de re equ. 10, 7; häufiger bei Folgdn, ἐπίτι Pol. 28, 17; πρὸς τὴν πίστιν 12, 11, auf etwas fußen; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην, dagegen richten, Plut. de superst. 7; ὄψιν εἴς τι, den Blick auf etwas werfen, Luc. Icarom. 12; ähnl. ἐλπίδας, ὀργὴν εἴς τινα, seinen Zorn auslassen, Pol. 25, 5. 1, 69; [[πληγάς]], θυμόν, Plut.; δυσμένειαν [[πρός]] τινα Aristid. 7; τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους, sein Versehen auf die Schuldigen schieben, Pol. 38, 1; [[χάριν]] ἐπί τινα 24, 3; τὴν λείαν εἰς τόπον, deponiren, 3, 92; Call, Del. 120 ἐν οὔρεσιν ὠδῖνας ἀπηρείσαντο λέαιναι, gebären, euixae sunt. Das perf. ἀπηρεῖσθαι ist Pol. 3, 66, τὰς δυνάμεις εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζων, nicht nothwendig pass. zu nehmen; vgl. 3, 109 ἡ πατρὶς πᾶσαν προθυμίαν καὶ δύναμιν εἰς ὑμᾶς ἀπήρεισται, hat sie in eure Hände gelegt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπερείδω''': μέλλ. -σω, [[στηρίζω]], προσηλώνω, τὰς ὄψεις Πλούτ. 2. 681F, τὴν ὄψιν [[πρός]] τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 17. 2) ἀμεταβ. = τῷ παθ., [[ἔνθα]] ἡ [[ὄψις]] ἀπερείδῃ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 8· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ ἀορ., [[ἐπιστηρίζω]] ἐμαυτὸν ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, στηρίζομαι, ἐπαναπαύομαι, ἐπὶ ἵππου, ἢν… ἀπερείδηται ἐν αὐτῷ (δηλ. τῷ χαλινῷ) Ξεν. Ἱππ. 10. 7· ὀκτὼ [[τότε]] οὖσι τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι, στηριζόμενοι ἐπὶ τῶν ὀκτὼ μελῶν τοῦ σώματος [[ἅπερ]] εἶχον [[τότε]], Πλάτ. Συμπ. 190Α, πρβλ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 4. 8, 3, κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τοῦτο, προσηλοῦμαι ἢ στηρίζομαι σταθερῶς εἰς…, Πλάτ. Πολ. 508D· εἰς ἓν κεφάλαιον ἀπ., ὁλοκλήρως στηρίζομαι ἐπί…, [[αὐτόθι]] 581Α· εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι, ἔχω θέσιν ἀσφαλῆ ἐφ’ ἧς στηρίζομαι, Πολύβ. 3. 66, 9· [[οὕτως]], ἀπ. ἐπί τι ὁ αὐτ. 28. 17, 8· [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, Ἀριστ. π. Πορ. Ζ. 3. 3: ― ἐπὶ ἀσθενειῶν, [[προσβάλλω]] [[μέρος]] τι ἰδιαίτερον, περιορίζομαι τοπικῶς εἰς ἓν [[μέρος]], π.χ. εἰς βουβῶνα, Ἰατρ.· πρβλ. [[ἀποσκήπτω]]. ΙΙΙ. Μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασ., ἀπ. εἰς τοῦτο [τὸ οὖς] Ξεν. Κυν. 5. 32: ἀπ. ἐλπίδα εἴς τινα, ἔχω ἢ [[στηρίζω]] τὰς ἐλπίδας μου εἴς τινα. Πολύβ. 24. 5, 3· ἀπ. ὀργὴν εἴς τινα, [[χάριν]] ἐπί τινα, [[κατευθύνω]] τὴν ὀργήν μου, τὴν εὐγνωμοσύνην μου [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 69, 7., 24. 3, 6, πρβλ. Πλούτ. 2. 775Ε· ἀπ. ἄγνοιαν ἐπί τινα, [[ἐπιρρίπτω]] τὴν ἰδίαν μου ἄγνοιαν ἐπὶ ἄλλου, Πολύβ. 38. 1, 5· ἀπ. τι εἰς τόπον, [[μεταφέρω]] τι ἀσφαλῶς εἴς τι [[μέρος]], ἀποθέτω εἰς…, τὸ «ἀκκουμβῶ» [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 3. 92, 9: ― [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. 2) ὑφίσταμαι τὰς ἀγωνίας τῶν ὠδίνων, [[παράγω]] μετ’ ἀγωνίας, γεννῶ, ὠδῖνας ἀπηρείσαντο Καλλ. εἰς Δῆλ. 120· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ λθ΄, 3). | |||
}} | }} |