ἐντύνω: Difference between revisions

6_22
(13_7_2)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0859.png Seite 859]] auch [[ἐντύω]], gew. nur im imprf., fut. u. aor. ἐντυνῶ u. ἔντυνα (vgl. [[ἔντεα]]), <b class="b2">zurüsten</b>, zubereiten; ἵππους, die Pferde anschirren, Il. 5, 720; ἐντύναθ' ἵππους ἅρμασιν Eur. Hipp. 1183; εὐνήν, das Bett bereiten, Od. 23, 289; [[δέπας]] τινί, den Becher für Jem. zubereiten, ihn mischen, Il. 9, 203; ἀοιδήν, Gesang anheben, Od. 12, 183; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, nachdem sie sich wohl geschmückt hatte, Il. 14, 162; Ζήταν, ausrüsten, Pind. P. 4, 184; ἔντυέ οἱ [[ἄεθλον]], Ap. Rh. 1, 16; ὑπόσχεσιν, ein Versprechen erfüllen, 3, 737; [[λέχος]] 3, 40; Hosch. 2, 160 u. a. sp. D.; – ἐπεὶ κρατερή μιν [[ἀνάγκη]] ἐντύει Theogn. 196, ihn antreibt, wie Pind. Ol. 3, 29; mit dem inf., ἔντυεν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9, 68; N. 9, 37. – Med., sich rüsten, sich fertig machen; [[ὄφρα]] τάχιστα ἐντύνεαι Od. 6, 33; 12, 18; ἐς χορὸν ἐντύνεσθε Csilim. Apoll. 1, 8. Gew. für sich bereiten, besorgen, bes. δαῖτα, [[δεῖπνον]], [[ἄριστον]], Od. 3, 33. 15, 500. 16, 2, sich eine Mahlzeit bereiten; [[ἄρμενον]], sich das Erforderliche herbeischaffen, Hes. O. 630; [[ἐρετμόν]] Ap. Rh. 1, 1189; ὑποσχεσίην, sein Versprechen erfüllen, 3, 510. – Pass. bei Ap. Rh. 1, 235, ὅσσαπερ ἐντύνονται [[νῆες]], womit die Schiffe ausgerüstet werden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0859.png Seite 859]] auch [[ἐντύω]], gew. nur im imprf., fut. u. aor. ἐντυνῶ u. ἔντυνα (vgl. [[ἔντεα]]), <b class="b2">zurüsten</b>, zubereiten; ἵππους, die Pferde anschirren, Il. 5, 720; ἐντύναθ' ἵππους ἅρμασιν Eur. Hipp. 1183; εὐνήν, das Bett bereiten, Od. 23, 289; [[δέπας]] τινί, den Becher für Jem. zubereiten, ihn mischen, Il. 9, 203; ἀοιδήν, Gesang anheben, Od. 12, 183; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, nachdem sie sich wohl geschmückt hatte, Il. 14, 162; Ζήταν, ausrüsten, Pind. P. 4, 184; ἔντυέ οἱ [[ἄεθλον]], Ap. Rh. 1, 16; ὑπόσχεσιν, ein Versprechen erfüllen, 3, 737; [[λέχος]] 3, 40; Hosch. 2, 160 u. a. sp. D.; – ἐπεὶ κρατερή μιν [[ἀνάγκη]] ἐντύει Theogn. 196, ihn antreibt, wie Pind. Ol. 3, 29; mit dem inf., ἔντυεν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9, 68; N. 9, 37. – Med., sich rüsten, sich fertig machen; [[ὄφρα]] τάχιστα ἐντύνεαι Od. 6, 33; 12, 18; ἐς χορὸν ἐντύνεσθε Csilim. Apoll. 1, 8. Gew. für sich bereiten, besorgen, bes. δαῖτα, [[δεῖπνον]], [[ἄριστον]], Od. 3, 33. 15, 500. 16, 2, sich eine Mahlzeit bereiten; [[ἄρμενον]], sich das Erforderliche herbeischaffen, Hes. O. 630; [[ἐρετμόν]] Ap. Rh. 1, 1189; ὑποσχεσίην, sein Versprechen erfüllen, 3, 510. – Pass. bei Ap. Rh. 1, 235, ὅσσαπερ ἐντύνονται [[νῆες]], womit die Schiffe ausgerüstet werden.
}}
{{ls
|lstext='''ἐντύνω''': ῡ, παρατ. ἔντῡνον Ὅμηρ.: μέλλ. ἐντῠνῶ Λυκόφρ. 734: ἀόρ. ἔντῡνα Ἰλ. Ξ. 162, Εὐρ. Ἱππ. 1183: [[ὡσαύτως]] [[ἐντύω]] ῠ Θέογν. 196· προστ. ἔντυε Ἀνθ. Π. 10. 118· παρατ. ἔντυον Ὁμ.: -Μέσ.: ἀόρ. ἐντυνάμην Ὅμ.: - Παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 235. ([[ἔντεα]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[εὐτρεπίζω]]. ὡς τὸ [[ὁπλίζω]], ἔντυεν ἵππους Ἰλ. Ε. 720· ἔντυον εὐνὴν Ὀδ. Ψ. 289· [[δέπας]] δ’ ἔντυνον (προστακτ. ἀορ. α΄) ἑκάστῳ, «[[ποτήριον]] δ’ εὐτρέπισον ἑκάστῳ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 203· λιγυρὴν δ’ ἔντυνον ἀοιδήν, ἤρχισαν νὰ ᾄδωσι [[μετὰ]] λιγυρᾶς φωνῆς, Ὀδ. Μ. 183· ἐλθεῖν εἰς Ἴδην εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, [[καλῶς]] εὐτρεπίσασαν ἑαυτήν, Ἰλ. Ξ. 162· ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν, ἐκπληροῦσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 737: - Μέσ., [[ὄφρα]] τάχιστα ἐντύνεαι (πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλαβον), «κοσμήσειας, πλύνειας, εὐτρεπίσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 33· ἦλθ’ ἐντυναμένη, «παρασκευασαμένη» Μ. 18: - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. συχνότερον ἔχει τὸ μέσ. μετ’ αἰτ., [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἀλλὰ μόνον ἐν ταῖς φράσεσιν ἐντύνεσθαι ἄριστον, δαῖτα, [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω. 124, Ὀδ. Γ. 33, Ο. 500· νῆα θοὴν ἅλαδ’ ἑλκέμεν, ἐν δέ τε φόρτον ἄρμενον ἐντύνασθαι, καὶ νὰ βάλῃς εἰς αὐτὴν [[φορτίον]] ὅσον πρέπει, οὐχὶ δηλ. περισσότερον τοῦ δέοντος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 630· ὑποσχεσίην πεφυλαγμένος ἐντύναιο, «φυλάττων τὴν ὑπόσχεσιν παρασκευάζου» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 510· ἀγλαΐην, οἵην τε νεόζυγες ἐντύνονται ὁ αὐτ. Δ. 1191· ἐν τῷ παθ., εὐτρεπίζομαι, ὅσσα περ ἐντύνονται ἐπαρτέες [[ἔνδοθι]] [[νῆες]] ὁ αὐτ. Α. 235. ΙΙ. παραινῶ, [[ἀναγκάζω]], [[ἐπεὶ]] κρατερή μιν [[ἀνάγκη]] ἐντύνει Θέογν. 196, Πινδ. Ο. 3. 51· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὡς ἄρ’ εἰπὼν (ὁ Χείρων) ἔντυεν (Ἀπόλλωνα) τερπνὰ γάμου κραίνειν τελευτὰν Πινδ. Π. 9. 117, Ν. 9. 86. - Λέξις Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱππ. 1183 ἐν ἐξαποδίᾳ, ἐντύναθ’ ἵππους ἅρμασι.
}}
}}