3,277,048
edits
(13_7_3) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] τό, ein Zeichen, aus dem man Etwas schließt, woran man Etwas erkennt, Kennzeichen, Merkmal; [[σύμβολον]] πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας, Pind. Ol. 12, 7; [[σύμβολον]] ποιουμένη, Archil. 24; ἔχοντες [[σύμβολον]] σαφὲς λύπης, Soph. Phil. 401, vgl. O. R. 221; [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], Aesch. Ag. 8; neben [[τέκμαρ]], 306; dah. auch Vogelzeichen, 142; εἰς ξύμβολ' ἐλθόντες, Eur. Hel. 298; [[σύμβολον]] ἔχω σαφές, Rhes. 220; συμβόλοισι τοῖς σοῖς πέπεισμαι θυμόν, El. 577; Xen. Cyr. 6, 1, 46, vgl. Mem. 1, 1, 3, οἰωνοῖς τε χρῶνται καὶ φήμαις καὶ συμβόλοις (s. auch [[σύμβολος]]). – Uebh. <b class="b2">Marke</b>, tessera, wie in Athen z. B. die Richter in ihren Gerichtshöfen bekamen, Dem. 18, 210; vgl. Boeckh's Staatshaush. I p. 253; worauf Ar. Plut. 276 anspielt: ὁ δὲ Χάρων τὸ ξύμβολον δίδωσι, vgl. Schol.; od. in den Volksversammlungen, nach Ar. Eccl. 296; auch eine Art Aufenthaltskarte für die einpassirenden Fremden, vgl. Av. 1202 ff.; – ferner sind τὰ σύμβολα nach Harpocr. αἱ συνθῆκαι, ἃς ἂν αἱ πόλεις ἀλλήλαις θέμεναι τάττωσι τοῖς πολίταις ὥςτε διδόναι καὶ λαμβάνειν τὰ δίκαια, eine Art Handelstractat, daß bei Handelsstreitigkeiten jeder Beklagte in seinem Staate u. nach seinen Gesetzen gerichtet werden sollte; eine solche Verbindung hieß ἡ ἀπὸ συμβόλων [[κοινωνία]], eine solche Verbindung eingehen ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, vgl. Arist. pol. 3, 1, u. die dabei vorkommenden Streitigkeiten αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, s. Boeckh's Staatshaush. I p. 54. 434 u. vgl. Antiph. 5, 78; ὅτι συμβόλων οὐδὲν δέονται Μακεδόνες πρὸς Ἀθηναίους, Dem. 7, 11, vgl. §. 9. 21. 173; ἀπὸ συμβόλων δικάζειν, solche Processe schlichten. – Unter Privatpersonen das Zeichen der Gastfreundschaft, die tessera hospitalitatis, welche in der Mitte durchgebrochen wurde, um sich durch Aneinanderpassen der Hälften wieder zu erkennen, worauf Plat. Conv. 191 d geht : [[ἕκαστος]] ἡμῶν ἐστιν ἀνθρώπου ξύμβολον, u. ζητεῖ δὴ ἀεὶ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἕκαστος]] ξύμβολον, jeder sucht seine Hälfte. – Bei einem Picknick gab Jeder, welcher daran Theil nehmen wollte, dem, der die Besorgung übernommen hatte, eine Marke, [[σύμβολον]], u. entrichtete gegen Vorzeigung derselben am Ende der Mahlzeit seinen Antheil an der Zeche, s. [[συμβολή]] a. E.; daher übh. Beitrag, [[πρός]] τι, Plat. Ep. XIII, 362 d. – Uebh. Zeichen, ein verabredetes, sowohl mündliches Zeichen, = [[σύνθημα]], Parole, als andere, wie die Münze, Plat. Rep. II, 371 b; dah. auch das Handgeld, welches man bei einem Handel od. Contract darauf giebt, um den Contract zu sichern. – Bes. auch ein sinnliches Zeichen für einen Begriff, ein Symbol. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] τό, ein Zeichen, aus dem man Etwas schließt, woran man Etwas erkennt, Kennzeichen, Merkmal; [[σύμβολον]] πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας, Pind. Ol. 12, 7; [[σύμβολον]] ποιουμένη, Archil. 24; ἔχοντες [[σύμβολον]] σαφὲς λύπης, Soph. Phil. 401, vgl. O. R. 221; [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], Aesch. Ag. 8; neben [[τέκμαρ]], 306; dah. auch Vogelzeichen, 142; εἰς ξύμβολ' ἐλθόντες, Eur. Hel. 298; [[σύμβολον]] ἔχω σαφές, Rhes. 220; συμβόλοισι τοῖς σοῖς πέπεισμαι θυμόν, El. 577; Xen. Cyr. 6, 1, 46, vgl. Mem. 1, 1, 3, οἰωνοῖς τε χρῶνται καὶ φήμαις καὶ συμβόλοις (s. auch [[σύμβολος]]). – Uebh. <b class="b2">Marke</b>, tessera, wie in Athen z. B. die Richter in ihren Gerichtshöfen bekamen, Dem. 18, 210; vgl. Boeckh's Staatshaush. I p. 253; worauf Ar. Plut. 276 anspielt: ὁ δὲ Χάρων τὸ ξύμβολον δίδωσι, vgl. Schol.; od. in den Volksversammlungen, nach Ar. Eccl. 296; auch eine Art Aufenthaltskarte für die einpassirenden Fremden, vgl. Av. 1202 ff.; – ferner sind τὰ σύμβολα nach Harpocr. αἱ συνθῆκαι, ἃς ἂν αἱ πόλεις ἀλλήλαις θέμεναι τάττωσι τοῖς πολίταις ὥςτε διδόναι καὶ λαμβάνειν τὰ δίκαια, eine Art Handelstractat, daß bei Handelsstreitigkeiten jeder Beklagte in seinem Staate u. nach seinen Gesetzen gerichtet werden sollte; eine solche Verbindung hieß ἡ ἀπὸ συμβόλων [[κοινωνία]], eine solche Verbindung eingehen ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, vgl. Arist. pol. 3, 1, u. die dabei vorkommenden Streitigkeiten αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, s. Boeckh's Staatshaush. I p. 54. 434 u. vgl. Antiph. 5, 78; ὅτι συμβόλων οὐδὲν δέονται Μακεδόνες πρὸς Ἀθηναίους, Dem. 7, 11, vgl. §. 9. 21. 173; ἀπὸ συμβόλων δικάζειν, solche Processe schlichten. – Unter Privatpersonen das Zeichen der Gastfreundschaft, die tessera hospitalitatis, welche in der Mitte durchgebrochen wurde, um sich durch Aneinanderpassen der Hälften wieder zu erkennen, worauf Plat. Conv. 191 d geht : [[ἕκαστος]] ἡμῶν ἐστιν ἀνθρώπου ξύμβολον, u. ζητεῖ δὴ ἀεὶ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἕκαστος]] ξύμβολον, jeder sucht seine Hälfte. – Bei einem Picknick gab Jeder, welcher daran Theil nehmen wollte, dem, der die Besorgung übernommen hatte, eine Marke, [[σύμβολον]], u. entrichtete gegen Vorzeigung derselben am Ende der Mahlzeit seinen Antheil an der Zeche, s. [[συμβολή]] a. E.; daher übh. Beitrag, [[πρός]] τι, Plat. Ep. XIII, 362 d. – Uebh. Zeichen, ein verabredetes, sowohl mündliches Zeichen, = [[σύνθημα]], Parole, als andere, wie die Münze, Plat. Rep. II, 371 b; dah. auch das Handgeld, welches man bei einem Handel od. Contract darauf giebt, um den Contract zu sichern. – Bes. auch ein sinnliches Zeichen für einen Begriff, ein Symbol. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύμβολον''': τό, ([[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2, γ) [[σημεῖον]] ἐξ οὗ τις γνωρίζει ἢ συμπεραίνει τι, [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ σ., τὸ [[σημεῖον]] τοῦ πυρσοῦ τοῦ κατὰ συνθήκην καιομένου, τὸ τῆς φρυκτωρίας [[σημεῖον]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 8˙ [[τέκμαρ]] τοιοῦτον ξ. τέ σοι [[λέγω]] [[αὐτόθι]] 315˙ σ. σαφὲς λύπης Σοφ. Φιλ. 403, πρβλ. Ο. Τ. 221, Εὐρ. Ὀρ. 1130, κτλ.˙ σ. ποιεῖσθαι τῆς σωτηρίας, ἐάν... Δημ. 191. 22˙ ― [[συχν]]. ἐν τῷ παθητ., σ. τινι τίθεσθαι Θέογν. 1146˙ εὑρεῖν Πινδ. Ο. 12. 10˙ ἐπὶ σημείων τοῦ σώματος, Εὐρ. Ἠλ. 577˙ ἐπὶ οἰωνῶν ἢ σημείων προφητικῶν, Ἀρχίλ. 41, Αἰσχύλ. Ἀγ. 144. 2) [[τεκμήριον]], [[σημεῖον]], [[γνώρισμα]], σ. νίκης Ἰσθμιάδος, ὁ ἐκ κισσοῦ [[στέφανος]], Καλλ. Ἀποσπ. 103˙ ἐπὶ σημαίας, Ἡρῳδιαν. 4. 7˙ ἐπὶ τῶν συμβόλων θεοτήτων, Διον. Ἁλ. 8. 38˙ τῆς βασιλείας Πλουτ. Κίμ. καὶ Λουκούλλ. Σύγκρισις 3˙ εἰράνας ξ. καὶ πολέμου, ἐπὶ σάλπιγγος, Ἀνθ. Π. 6. 151˙ [[νόμισμα]] ξ. ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] γενήσεται Πλάτ. Πολ. 371Β˙ [[ὄνομα]] ξ., ὡς τὸ κατὰ συνθήκην [[σημεῖον]] πράγματός τινος (notre rerum verba, Κικ.), Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1, 11. 3) [[ἐνέχυρον]], ἐφ’ ᾧ γίνεται [[δάνειον]], Λυσί. 154. 14˙ [[ὡσαύτως]] = [[ἀρραβών]], [[σημεῖον]], [[ἐγγύησις]], [[χρυσίον]] φιλίας συμβ. Πλουτ. Πύρρ. 20, πρβλ. Ἀρτοξέρξ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145. 4) ἐπὶ ἰατρ. σημασίας, [[σύμπτωμα]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4, κ. ἀλλ. 5) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], = λίσπαι, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τὰ ἡμίση, ἢ δύο [[καλῶς]] πρὸς ἄλληλα ἁρμόζοντα τεμάχια ἀστραγάλου ἢ νομίσματος, τὰ ὁποῖα δύο διὰ ξενίας συνδεόμενα πρόσωπα ἢ εἰς συμφωνίαν τινὰ ἐλθόντα ἔφερον μεθ’ ἑαυτῶν [[ἕκαστος]] τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[τεμάχιον]], εἰς ἀναγνώρισιν, (διαπεπρισμένα ἡμίσε’ ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Εὔβουλος ἐν «Ξούθῳ» 1), ἴδε Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 600, Ἡρόδ. 6. 86, 2, Εὐριπ. Μήδ. 613, Συλλ. Ἐπιγραφ. 87˙ (καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ τὸ ἥμισυ ἢ τὸ ἀντίστοιχον [[μέρος]], ζητεῖ... τὸ αὑτοῦ [[ἕκαστος]] ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 9, 1) [[ὥσπερ]] σύμβολα ὀρέγεται [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 7. 5, 5˙ [[ὥσπερ]] ἐκ συμβόλων ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ 2. 4, 8˙ ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα, σχέσεις ὡρισμένας..., ὁ αὐτ. π. Γενεσ. καὶ Φθορ. 2. 4, 4, πρβλ. Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 9, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 145) κτλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θʹ, 71 κἑξ., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λίσπος]] ΙΙ˙ [[οὕτως]], ἐπὶ σημείων χρησίμων πρὸς ἀναγνώρισίν τινος, ἅτινα ἄλλως ἐκαλοῦντο γνωρίσματα, Εὐρ. Ἴων 1386, Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 46˙ οὕτω καὶ, ἐς ξύμβολ’ ἐλθόνθ’, παραβαλόντες, συγκρίναντες τὰ γνωρίσματα, Εὐρ. Ἑλ. 291˙ ― παρὰ τοῖς κωμικοῖς, τὶ δράσω [[σύμβολον]] κεκαρμένος; δηλ. ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς κεκαρμένον; Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις» 1. 6) Λατ. tessera, «εἰδικῶς δὲ τὸ [[σύμβολον]] δηλοῖ γραμματεῖόν τι, ὃ ἐλάμβανε τῶν δικαστῶν [[ἕκαστος]] εἰσιὼν εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ὅ ἐστι [[πινάκιον]]» (Ἀν. Βεκ. σελ. 300, 32)˙ τοῦτο δὲ τὸ [[σύμβολον]] δεικνύοντες οἱ δικασταὶ ἐλάμβανον τὸν δικαστικὸν μισθόν, Δημ. 298. 6, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 420, [[Πολυδ]]. Ηʹ, 16˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 297˙ πρβλ. Böckh P. E. 1. 315. 7) [[ἄδεια]] πρὸς κατοικίαν διδομένη εἰς τοὺς ξένους, σ. [[ἐπιβάλλω]] τινί, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ λάβῃ τὴν ἄδειαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1214, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολιαστ. 8) [[σημεῖον]] ἢ [[ἀπόδειξις]], ἣν παρέδιδεν [[ἕκαστος]] τῶν εἰς κοινὸν [[συμπόσιον]] συνεισφερόντων, καὶ ἥτις ἐπεστρέφετο εἰς αὐτὸν πρὸς πληρωμὴν [[μετὰ]] τὴν εὐωχίαν, πρβλ. συμβολὴ ΙΙΙ˙ τὰ σημεῖα [[ταῦτα]] ἦσαν συνήθως ἐσφραγισμένα, ἢ σφραγῖδες ἀντ’ αὐτῶν ἐδίδοντο, [[ὅθεν]] [[σύμβολον]] καὶ σφραγὶς [[εἶναι]] [[πολλάκις]] συνώνυμα, Ἀριστοφάν. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ. 9) ἐν Ρώμῃ, = te sera frumentaria, [[σημεῖον]], ἢ [[ἀπόδειξις]], ἢ [[δελτίον]], ὁ [[κάτοχος]] τοῦ ὁποίου ἐδικαιοῦτο νὰ λάβῃ ποσόν τι σίτου ἢ χρημάτων δωρεάν˙ πρβλ. Δίωνα Κ. 49. 43˙ ― [[ὡσαύτως]], μικρὸν [[νόμισμα]], «εἴη δ’ ἂν καὶ [[σύμβολον]] βραχὺ [[νομισμάτιον]], ἡμίτομόν τι νομίσματος. ὁ [[γοῦν]] Ἕρμιππος ἐν Φορμοφόροις λέγει: παρὰ τῶν καπήλων λήψομαι τὸ [[σύμβολον]]» [[Πολυδ]]. Θʹ, 71 (Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145). 10) ὡς τὸ Λατ. tessera, [[σημεῖον]] πολεμικόν, «σιν~ιάλο», ἐπιιχειρήσεως Πλουτάρχ. Ρωμ. 14˙ [[σημεῖον]] διὰ λέξεων, ὡς τὸ [[σύνθημα]], ἴδε Εὐρ. Ρῆσ. 573, Ὀρ. 1130. 11) [[σύμβολον]], ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] σκέψεως ἢ αἰσθήματος, Ἀριστοφάν. περὶ Ἑρμην. 1. 2., 2. 2., 14, 14˙ τὰ σ. Πυθαγόρου, τὰ ἀλληγορικὰ [[αὐτοῦ]] παραγγέλματα, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 192, Πλούτ. 2. 727C κἑξ.˙ σ. τῶν ὀργιασμῶν, τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα, αἱ ἐξωτερικαὶ ἐκφράσεις αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 611D˙ [[οὕτως]], ἐπὶ ἀλληγορικοῦ ὕφους, Δημ. Φαληρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 102˙ διὰ συμβόλων μηνύειν Φίλων, κτλ. 12) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ [[σύνθημα]] ἢ τὸ χαρακτηριστικὸν [[σημεῖον]] τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τὸ [[σύμβολον]] τῆς πίστεως, Λατ. symbolum˙ ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν συμβολικῶν ἢ ἐξωτερικῶν σημείων τῶν τελετῶν. 13) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, σύμβολα φαίνεται ὅτι ἐννοοῦνται τὰ [[ἐπίσημα]] σταθμὰ πόλεως. ΙΙ. ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ σύμβολα ἐκαλοῦντο αἱ συνθῆκαι αἱ μεταξὺ δύο [[πόλεων]] πρὸς ἀμοιβαίαν προστασίαν τοῦ ἐμπορίου, δυνάμει τῶν ὁποίων πᾶσαι αἱ ἐμπορικαὶ ἀμφισβητήσεις καὶ δυσκολίαι ἐδικάζοντο ἐν τῇ πόλει τοῦ κατηγορουμένου (πρβλ. [[συνάλλαγμα]]), ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ.˙ [[εἰσί]]... αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σύμβολα περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 7˙ σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, [[συνάπτω]] ἐμπορικὴν σύμβασιν, Δημ. 79. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 28, Συλλ. Ἐπιγρ. 87. 10˙ τὰ σ. συγχέειν, παραβιάζω τοιαύτην σύμβασιν, Δημ. 570. 18˙ ― ἡ [[σχέσις]] αὕτη ἥτις ἀντικατέστησε τὴν παλαιοτέραν μέθοδον τοῦ τιμωρεῖσθαι τὸν ἄρξαντα ἀδίκων ἔργων, τοῦ καταγγέλειν ῥύσιά τινι (πρβλ. [[σῦλα]], [[ῥύσια]]), ἐκαλεῖτο ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 4˙ ἢ δίκας λαμβάνειν καὶ διδόναι (πρβλ. [[λαμβάνω]] ΙΙ. 1, δ)˙ αἱ δίκαι αὗται ἐκαλοῦντο αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 378 (πρβλ. [[συμβόλαιος]])˙ καὶ ἡ τοιαύτη [[δίκη]] ἐλέγετο ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι δίκας, Ἀντιφῶν 138. 31˙ ― ἐν Ἀθήναις [[ὅμως]] αἱ φράσεις αὗται [[συχνάκις]] ἀναφέρονται εἰς τὰς συνθήκας δι’ ὧν ἡ [[πόλις]] αὕτη ἠνάγκαζε τὰς ὑποτελεῖς αὐτῇ πόλεις νὰ ἐνεργῶσι τὴν ἀγωγὴν καὶ τὴν διαδικασίαν ἐν τοῖς Ἀθηναϊκοῖς δικαστηρίοις, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 16. ― Πρβλ. Böckh P. E. 2, σελ. 141, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, [[συνθήκη]], συνεννόησις, [[συμφωνία]], ἡ κατὰ τὸ σ. [[δικαιοδοσία]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 24. 1, 2, πρβλ. 32. 17, 3˙ κατὰ τὸ σ. Συλλογ. Ἐπιγραφ. 1607, 1707˙ κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σ. [[αὐτόθι]] 2556. 70, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 132. | |||
}} | }} |