ἀπτόητος: Difference between revisions

6_20
(b)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.
}}
}}