εὐθήμων: Difference between revisions

6_16
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend ([[τίθημι]]), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, [[ἀοιδή]] Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend ([[τίθημι]]), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, [[ἀοιδή]] Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.
}}
{{ls
|lstext='''εὐθήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[τίθημι]]) [[καλῶς]] τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, [[εὔτακτος]]· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ [[σίττη]]... τὴν διάνοιαν [[εὔθικτος]] καὶ [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, [[μετὰ]] γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84.
}}
}}