3,274,216
edits
(13_7_2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1285.png Seite 1285]] ein [[φιλόσοφος]] sein, die [[σοφία]] (s. daselbst) lieben, bes. Wissenschaft, Gelehrsamkeit lieben, sich mit den Wissenschaften beschäftigen; Her. 1, 30, von Solon; φιλοκαλεῖν μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφεῖν [[ἄνευ]] μαλακίας, vom Studium der Kunst u. Wissenschaft übh., Thuc. 2, 40; sich mit der Redekunst und Dialektik wissenschaftlich beschäftigen, Isocr. 2, 35. 4, 6. 186 u. öfter, der diesen Ausdruck bes. liebt, vgl. Morus zu Panegyr. 1; nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, nach einer gewissen Methode Etwas thun, betreiben, mit Fleiß u. Genauigkeit untersuchen, wissenschaftlich oder gelehrt behandeln, untersuchen; [[πάνυ]] ᾤμην φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν, δι' ἧς ἂν [[μάλιστα]] ἐνόμιζον παιδευθῆναι τὰ προσήκοντα, ich meinte das rechte Studium zu treiben, Xen. Mem. 4, 2,25; dem vorangehenden ζητεῖν entsprechend Lys. 24, 10; durch Nachdenken herausbringen, erforschen, vgl. Xen. Cyr. 6, 1, 41; aber auchπεφιλοσόφηκεν [[οὕτως]], ὥςτε = er hat seine Sache so klug eingerichtet, Dem. 48, 49; θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς [[γενέσθαι]]· ἔστι γάρ Plat. Conv. 203 e; μάνθανε παρ' [[αὐτοῦ]] καὶ τἄλλα φιλοσόφει Ep. XIII, 360 e; φιλοσοφοῦντά με [[δεῖν]] ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους Apol. 28 e, u. sonst; φιλοσοφεῖν τι, einen wissenschaftlichen Gegenstand zur Behandlung wählen; pass. τὰ φιλοσοφούμενα = die Dinge, welche Gegenstände des Philosophirens sind, D. L. 4, 49. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1285.png Seite 1285]] ein [[φιλόσοφος]] sein, die [[σοφία]] (s. daselbst) lieben, bes. Wissenschaft, Gelehrsamkeit lieben, sich mit den Wissenschaften beschäftigen; Her. 1, 30, von Solon; φιλοκαλεῖν μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφεῖν [[ἄνευ]] μαλακίας, vom Studium der Kunst u. Wissenschaft übh., Thuc. 2, 40; sich mit der Redekunst und Dialektik wissenschaftlich beschäftigen, Isocr. 2, 35. 4, 6. 186 u. öfter, der diesen Ausdruck bes. liebt, vgl. Morus zu Panegyr. 1; nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, nach einer gewissen Methode Etwas thun, betreiben, mit Fleiß u. Genauigkeit untersuchen, wissenschaftlich oder gelehrt behandeln, untersuchen; [[πάνυ]] ᾤμην φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν, δι' ἧς ἂν [[μάλιστα]] ἐνόμιζον παιδευθῆναι τὰ προσήκοντα, ich meinte das rechte Studium zu treiben, Xen. Mem. 4, 2,25; dem vorangehenden ζητεῖν entsprechend Lys. 24, 10; durch Nachdenken herausbringen, erforschen, vgl. Xen. Cyr. 6, 1, 41; aber auchπεφιλοσόφηκεν [[οὕτως]], ὥςτε = er hat seine Sache so klug eingerichtet, Dem. 48, 49; θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς [[γενέσθαι]]· ἔστι γάρ Plat. Conv. 203 e; μάνθανε παρ' [[αὐτοῦ]] καὶ τἄλλα φιλοσόφει Ep. XIII, 360 e; φιλοσοφοῦντά με [[δεῖν]] ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους Apol. 28 e, u. sonst; φιλοσοφεῖν τι, einen wissenschaftlichen Gegenstand zur Behandlung wählen; pass. τὰ φιλοσοφούμενα = die Dinge, welche Gegenstände des Philosophirens sind, D. L. 4, 49. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φῐλοσοφέω''': πρκμ. πεφιλοσόφηκα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 41. ― Ἀγαπῶ τὴν σοφίαν, ἐπιδιώκω τὴν κτῆσιν γνώσεων, [[ἐξετάζω]] ἢ [[σκέπτομαι]] [[φιλοσοφικῶς]], παρατηρῶ μὲ φιλοσοφικὸν [[πνεῦμα]], [[σπουδάζω]] κατὰ [[βάθος]], Λατ. philosophari, φιλοσοφέων γῆν πολλήν... ἐπελήλυθε (δηλ. ὁ Σόλων) Ἡρόδ. 1. 30· φιλοσοφοῦμεν [[ἄνευ]] μαλακίας Θουκ. 2. 40· φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε Ἰσοκρ. 182Ε, πρβλ. 282Α· θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ’ ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι, ἔστι γὰρ Πλάτ. Συμπ. 203Ε, κἑξ.· φιλοσοφοῦντά με δεῖ ζῆν, λέγει ὁ [[Σωκράτης]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 28Ε· φ. [[περί]] τινος Λυσίας 113. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 2· [[περί]] τι Ἰσοκρ. 319Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 1· ὑπέρ τινος Λουκ. Ἔρωτ. 31· διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι... ἤρξαντο φιλοσοφεῖν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 9· φιλοσοφεῖν λέγεται καὶ τὸ ζητεῖν... [[εἴτε]] χρὴ φιλοσοφεῖν [[εἴτε]] καὶ μὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 50· φ. γνησίως καὶ ἱκανῶς Πλάτ. Πολ. 473D· ἀδόλως ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 249Α· καθαρῶς καὶ δικαίως ἐν Σοφιστ. 253Ε· ὀρθῶς ἐν Φαίδωνι 67Ε· ὑγιῶς ἐν Πολ. 619C· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[σοφιστεύω]], σοφιστικῶς [[ἐξετάζω]] ἢ συλλογίζομαι, Δημ. 1181. 1, πρβλ. Λυσίαν 113. 18. 2) [[διδάσκω]] τὴν φιλοσοφίαν, Ἰσοκρ. 28C, πρβλ. Πλούτ. 192Α· παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφεῦσι, [[διάγω]] βίον κανονικόν, πλήρη αὐταπαρνήσεως, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἐξετάζω]], συζητῶ, [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγοῦμαι, [[ἑρμηνεύω]] [[φιλοσοφικῶς]], ἐρευνῶ τὰς ἀρχάς, [[σπουδάζω]] [[πρός]] τι, μελετῶ, Λατ. meditari, Ἰσοκρ. 159D· φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν, ἐπιδιώκειν τὴν φιλοσοφίαν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 23· φιλοσοφίαν καινήν... [[οὗτος]] φιλ. (ἐξυπακ. ὁ Ζήνων) Φιλήμων ἐν «Φιλοσόφοις» 1· τὴν πολιτικὴν φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 11, 1. πρὸς ὀλιγοπιστίαν πολλὰ πεφιλοσόφηκεν ὁ [[νομοθέτης]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 9· φ. τὰ Στωικὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 235· τὰ τοῦ βίου πράγματα Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11· μεταφορ., φ. ἡ γραφὴ τὰ τῶν μύθων σώματα, ἡ [[ζωγραφία]] παριστάνει ἀληθῶς, Φιλόστρ. 767, πρβλ. Πλούτ. 2. 69Β. ― Παθ., ἐξετάζομαι, ἐρευνῶμαι, [[φιλοσοφικῶς]], ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 59· τὰ φιλοσοφούμενα, τὰ [[φιλοσοφικῶς]] ἐξεταζόμενα, φιλοσοφικαὶ ἔρευναι καὶ θεωρίαι, Κικ. Fam. 11. 27, Διογ. Λαέρτ. 4. 49. 2) [[καθόλου]], [[σπουδάζω]] [[περί]] τι, [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, φ. λόγον Ἰσοκρ. 42Β φ. τοῦτο [[ὅπως]]... Λυσίας 169. 9, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 129, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 3. Πρβλ. [[φιλόσοφος]]. | |||
}} | }} |