3,274,216
edits
(13_7_2) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] vor Consonanten auch ἔμπροσθε, – 1) vom Orte, <b class="b2">vorn, voran, vor</b>, Her. u. Folgde; προπορεύεσθαι ἔμπρ., vorwärts, Xen. Cyr. 4, 2, 23; c. gen., ἔμπρ. θυρῶν Ar. Vesp. 871; τινὸς τάττειν Plat. Legg. I, 631 d, Ggstz [[ὕστερον]]; ἡ ἔαπρ. [[Εὐρώπη]], der vordere Theil von Europa, Her. 7, 126; öfter mit dem Artikel, ῥίπτει αὐτὰ ἐς τὰ ἔμπρ., vor sich hin, 4, 61, τὸ ἔμπρ. τοῦ βουλευτηρίου Xen. Hell. 2, 3, 23, ἐκ τοῦ ἔμπρ., gegenüber, Cyr. 2, 2, 6, ἐν τῷ ἔμπρ. εἶναι Πρωταγόρου Plat. Prot. 315 b, πρόϊθί γε ἔτι εἰς [[τοὔμπροσθεν]], gehe noch weiter vor, Gorg. 497 a (wie ὕπαγ' εἰς [[τοὔμπροσθεν]] Eupol bei Ammon. v. ὑπάγειν), einen Vorzug bedeutet. σωφροσύνης ἔμπρ. ὑγίειαν ποιῶν τιμίαν Legg. V, 743. e; τὰς αἰτίας τὰς τῶν ἠδικηκότων ἔμπρ. εἶναι τοῦ δικαίου, überwiegen das Recht, Dem. 56, 50; aber ἔμπ. εἶναι τῶν πραγμάτων, im Ggstz von ἀκολουθεῖν αὐτοῖς, 4, 39, den Ereignissen zuvorkommen. – 2) von der Zeit, zuvor,<b class="b2"> vorher</b>; ἔμπροσθε ταύτης τῆς γνώμης Her. 7, 144; τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπρ., das kurz zuvor Gesagte, Plat. Phaedr. 277 d; ὁ ἔμπρ. [[λόγος]] ibd.; τὰ ἔμπρ. τούτων ῥηθέντα Legg. VI, 773 e; ἐν τῷ [[ἔμπροσθεν]], im Vorhergehenden, Plat. oft u. A.; οἱ ἔμπρ., die Vorfahren, Polit. 296 a; ὁ ἔμπρ. [[χρόνος]] Xen. Mem. 4, 8, 2; ὁ ἔμπρ., der ehemalige, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – 3) Bei Sp. ist ἔμπρ. = später, nachher im Buche, weiter unten; vgl. Lob. Phyrn. p. 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] vor Consonanten auch ἔμπροσθε, – 1) vom Orte, <b class="b2">vorn, voran, vor</b>, Her. u. Folgde; προπορεύεσθαι ἔμπρ., vorwärts, Xen. Cyr. 4, 2, 23; c. gen., ἔμπρ. θυρῶν Ar. Vesp. 871; τινὸς τάττειν Plat. Legg. I, 631 d, Ggstz [[ὕστερον]]; ἡ ἔαπρ. [[Εὐρώπη]], der vordere Theil von Europa, Her. 7, 126; öfter mit dem Artikel, ῥίπτει αὐτὰ ἐς τὰ ἔμπρ., vor sich hin, 4, 61, τὸ ἔμπρ. τοῦ βουλευτηρίου Xen. Hell. 2, 3, 23, ἐκ τοῦ ἔμπρ., gegenüber, Cyr. 2, 2, 6, ἐν τῷ ἔμπρ. εἶναι Πρωταγόρου Plat. Prot. 315 b, πρόϊθί γε ἔτι εἰς [[τοὔμπροσθεν]], gehe noch weiter vor, Gorg. 497 a (wie ὕπαγ' εἰς [[τοὔμπροσθεν]] Eupol bei Ammon. v. ὑπάγειν), einen Vorzug bedeutet. σωφροσύνης ἔμπρ. ὑγίειαν ποιῶν τιμίαν Legg. V, 743. e; τὰς αἰτίας τὰς τῶν ἠδικηκότων ἔμπρ. εἶναι τοῦ δικαίου, überwiegen das Recht, Dem. 56, 50; aber ἔμπ. εἶναι τῶν πραγμάτων, im Ggstz von ἀκολουθεῖν αὐτοῖς, 4, 39, den Ereignissen zuvorkommen. – 2) von der Zeit, zuvor,<b class="b2"> vorher</b>; ἔμπροσθε ταύτης τῆς γνώμης Her. 7, 144; τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπρ., das kurz zuvor Gesagte, Plat. Phaedr. 277 d; ὁ ἔμπρ. [[λόγος]] ibd.; τὰ ἔμπρ. τούτων ῥηθέντα Legg. VI, 773 e; ἐν τῷ [[ἔμπροσθεν]], im Vorhergehenden, Plat. oft u. A.; οἱ ἔμπρ., die Vorfahren, Polit. 296 a; ὁ ἔμπρ. [[χρόνος]] Xen. Mem. 4, 8, 2; ὁ ἔμπρ., der ehemalige, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – 3) Bei Sp. ist ἔμπρ. = später, nachher im Buche, weiter unten; vgl. Lob. Phyrn. p. 11. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔμπροσθεν''': καὶ πρὸ συμφώνων [[ἐνίοτε]] ἔμπροσθε, Ἡρόδ. 7. 144, Ἰσοκρ. 415C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2353 κ. ἀλλ.· ἴδε Λεξικ. Πλατ. τοῦ Ast.· καὶ παρὰ ποιηταῖς [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἐπὶ τῶν ἔμπροσθε Σειρηνῶν Ἡγήσιππος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 20· ἀλλ’ ἔμπροσθε δεῖ Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 590. Ι. Ἐπίρρ.: 1) τόπου, [[ἔμπροσθεν]], ἐμπρός, Ἡρόδ. 7. 126, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 23· τὸ καὶ τὰ [[ἔμπροσθεν]], ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 5. 62, κτλ.· εἰς τὸ ἔμπ., πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ αὐτ. 4. 61., 8. 89· ἐκ τοῦ ἔμπρ. στῆναι, [[ἔμπροσθεν]], [[ἀπέναντι]], Ξεν. Κύρ. 2. 2, 6. 2) ἐπὶ χρόνου πρότερον, προτήτερα, πρό, Πλάτ. Φαῖδρ. 277D, κτλ.· οὕτω, τὰ ἔμπρ. ὁ αὐτ. Γοργ. 448Ε· ὁ, ἡ, τὸ ἔμπ., ὁ [[πρότερος]], ὁ προτήτερος, ὁ ἀρχαιότερος, ὁ αὐτ. Νόμ. 773Ε, κτλ. ΙΙ. ὡς [[πρόθεσις]] [[μετὰ]] γεν., ἐνώπιόν τινος, Λατ. ante: 1) ἐπὶ τόπου, ἐμπρ. αὐτῆς (ἐνν. τῆς νηὸς) Ἡρόδ. 8. 87, πρβλ. 2. 110, κτλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐμπρ. ταύτης (ἐνν. τῆς γνώμης) ὁ αὐτ. 7. 144· ἔμπρ. [[εἶναι]] τῶν πραγμάτων, προηγεῖσθαι τῶν πραγμάτων, Δημ. 51. 15. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, ἔμπ. τοῦ δικαίου, προτιμώμενος τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. 1297. 26. | |||
}} | }} |