Ἑρμῆς: Difference between revisions

8,023 bytes added ,  5 August 2017
6_19
(13_6b)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] οῦ, ὁ, s. nom. pr. In der Kunstsprache hieß jeder Kopf so, der in einen viereckigen Fußpfeiler od. eine Säule auslief, Herme; dergleichen Ἑρμαῖ standen in Athen auf mehreren öffentlichen Plätzen u. vor den Häusern, Thuc. 6, 27. – Man bemerke Ἑρμῆν ἕλκειν, den letzten Zug thun, weil bei den Schmäusen der letzte Becher dem Hermes gebracht wurde, Strattis bei Ath. XI, 473 c; VLL. – [[Ἑρμῆς]] [[κοινός]], bei einem unverhofften Fund, [[ἕρμαιον]], halb Part, Arist. rhet. 2, 24; Luc. nav. 12 u. A. – Plut. sagt [[καθάπερ]] [[ὅταν]] ἐν συλλόγῳ τινὶ γένηται [[σιωπή]], τὸν Ἁρμῆν ἐπεισεληλυθέναι φασίν, de garrul. 2, wofür wir sagen: ein Engel flog durchs Zimmer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] οῦ, ὁ, s. nom. pr. In der Kunstsprache hieß jeder Kopf so, der in einen viereckigen Fußpfeiler od. eine Säule auslief, Herme; dergleichen Ἑρμαῖ standen in Athen auf mehreren öffentlichen Plätzen u. vor den Häusern, Thuc. 6, 27. – Man bemerke Ἑρμῆν ἕλκειν, den letzten Zug thun, weil bei den Schmäusen der letzte Becher dem Hermes gebracht wurde, Strattis bei Ath. XI, 473 c; VLL. – [[Ἑρμῆς]] [[κοινός]], bei einem unverhofften Fund, [[ἕρμαιον]], halb Part, Arist. rhet. 2, 24; Luc. nav. 12 u. A. – Plut. sagt [[καθάπερ]] [[ὅταν]] ἐν συλλόγῳ τινὶ γένηται [[σιωπή]], τὸν Ἁρμῆν ἐπεισεληλυθέναι φασίν, de garrul. 2, wofür wir sagen: ein Engel flog durchs Zimmer.
}}
{{ls
|lstext='''Ἑρμῆς''': -οῦ, ὁ: ἐκτὸς τῆς ὀνομ. ὁ Ὅμ. ἔχει [[συχνάκις]] αἰτ. Ἑρμῆν, ἀλλ’ Ἑρμῆ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5094-9: δοτ. Ἑρμῇ Ὀδ. Ξ. 435: κλητ. Ἑρμῆ Ὁμ. Ὕμν. 17, 12, Αἰσχύλ. Πέρσ. 629, Εὐμ. 90: Ἐπικ. γεν. Ἑρμέω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413, εἰς Ἀφρ. 149, Ἡρόδ. 5.7, κτλ.· μετ’ ἐπεκτάσ. Ἑρμείω Ἰλ. Ο. 214· ὁ ἀσυναίρ. [[τύπος]] Ἑρμέας μόνον ἐν τῇ δοτ. Ἑρμέᾳ Ἰλ. Ε. 390: Ἐπικ. ὀνομ. Ἑρμείας, αἰτ. -αν, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ· Ἑρμείης μόνον παρὰ μεταγεν. Ἐπικοῖς, ὡς Καλλ., Νικ., κτ.: γεν. Ἑρμείαο Ὀδ. Μ. 390, Ο. 318, Ἑρμεία Ἀνθ. Π. 7. 480: κλητ. Ἑρμεία Ὅμ.: - Δωρ. ὀνομ. Ἑρμᾶς, γεν. -ᾶ, Πίνδ., κλ., κλητ. Ἑρμᾶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 271, 387: [[ὡσαύτως]] [[Ἑρμάων]] ᾱ, Ἡσ. Ἀποσπ. 9, Βίων 3.8, Ἀνθ. Π. 4. 3, 110· Βοιωτ. γεν. Ἑρμάου Keil Ἐπιγραφ. σ. 76. [[Ἑρμῆς]], ὁ παρὰ Λατ. Mercurius, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μαίας κατὰ τὸν Ἡσίοδ. ἐν Θεογον. 938· ὁ Ὅμ. ἀναφέρει τὸν πατέρα [[αὐτοῦ]], ἦ ῥα καὶ Ἑρμείαν υἱὸν φίλον [[ἀντίον]] ηὔδα (ὁ [[Ζεὺς]]) Ὀδ. Ε. 28, τὴν δὲ μητέρα [[αὐτοῦ]] καλεῖ Μαιάδα, Ἑρμῇ, Μαιάδος υἱεῖ Ὀδ. Ξ. 435. Παρ’ Ὁμήρῳ ὡς [[ἄγγελος]] τῶν θεῶν (Ἰλ. Ω. 334, Ὀδ. Ε. 28) καλεῖται [[διάκτορος]] (ὃ ἴδε)· ὡς δοτὴρ εὐτυχίας (Ἰλ. Ξ. 491, Ὀδ. Ο. 319) [[ἐριούνιος]], [[ἀκάκητα]], πρβλ. [[ἕρμαιον]], [[μετὰ]] ἰδιαιτέρας ἀναφορᾶς πρὸς τὸν πολλαπλασιασμὸν τῶν κτηνῶν (Ἡσ. Θεογον. 444), [[ὥστε]] ἀκολούθως γίνεται βουκολικὸς θεὸς (ἴδε [[νόμιος]])· ὡς θεὸς πάσης κρυφίας πράξεως, πανουργίας ἢ στρατηγήματος (Ὀδ. Τ. 397) [[δόλιος]]· [[ἕνεκα]] δὲ τῆς χρυσῆς [[αὐτοῦ]] ῥάβδου τῆς μαγικὴν δύναμιν ἐχούσης (Ὀδ. Ε. 47) ἐκαλεῖτο [[χρυσόρραπις]]· ὡς ὁδηγὸς τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώτων (Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. Ω. 1, ἀλλὰ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] συχνότατα) [[ψυχοπομπός]], [[πομπαῖος]]. [[Κατὰ]] τὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. παρίσταται ὡς ὁ εὑρὼν τὴν χέλυν καὶ ὡς ὡς [[ἐπιτήδειος]] [[κλέπτης]]. Ἀκολούθως ἐγένετο θεὸς προστάτης πάσης νοερᾶς ἢ σωματικῆς δεξιότητος καὶ ἱκανότητος ἐν παντὶ πράγματι, ὡς τῆς γυμναστικῆς (ἴδε [[ἐναγώνιος]]), τῆς ῥητορικῆς, τῶν γραμμάτων καὶ πάσης τέχνης καὶ ἐπιστήμης· [[ὡσαύτως]] τοῦ ἐμπρίου, τῆς ἀγορᾶς, τῶν ὁδῶν ([[ἀγοραῖος]], [[ἐμπολαῖος]], [[ὅδιος]], [[ἐνόδιος]]) καὶ τῶν κηρύκων. Ἡ ράβδος [[αὐτοῦ]] εἶχε μαγικὴν δύναμιν, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. Συνήθως παριστάνετο ὡς [[νεανίας]] [[λεπτοφυής]]· παλαιότερόν τι Πελασγικὸν [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] παρίστανεν αὐτὸν [[ἄνευ]] χειρῶν καὶ ποδῶν [[μετὰ]] γενειάδος καὶ ὀρθοῦ αἰδοίου, Ἡρόδ. 2. 51· καὶ ἐν Ἀθήναις πᾶσαι ἐν ταῖς γωνίαις τῶν ὁδῶν τετράγωνοι στῆλαι ἔχουσαι κεφαλὴν ἢ προτομὴν ἐκαλοῦντο Ἑρμαῖ (ἐν τῇ σημασίᾳ [[ταύτῃ]] ὁ Winckelman, Lessing κλπ. σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ἕρμα]], [[ἕρμαξ]])· ἐκαλοῦντο [[προσέτι]] ἡ [[τετράγωνος]] [[ἐργασία]] Θουκ. 6. 27· τὸ [[σχῆμα]] τὸ τετράγωνον Παυσ. 4. 33, 3· τὰ ὁμοιώματα [[ταῦτα]] ἐτίθεντο ὡς ὅρια καὶ ἐθεωροῦντο [[ἱερά]]· [[ἐντεῦθεν]] ἡ ταραχὴ ἡ γενομένη κατὰ τὴν θραῦσιν αὐτῶν ἐν Ἀθήναις ἐν ἔτει 415 π.Χ., ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὡς ἐπὶ δήμου καταλύσει τὰ μυστικὰ καὶ ἡ τῶν Ἑρμῶν περικοπὴ γένοιτο Θουκ. 6. 28, 53, Ἀνδοκ. 6. 7, κτλ.· πρβλ. [[Ἑρμαθήνη]] καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. Ἑρμαῖ· ὁ πληθυντ. τῶν ἱερῶν Ἑρμῶν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἔν τινι Σαμοθρ. ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2158. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμαῖ· παραφυάδια δένδρων, οἷς παίζοντες ἑρμομαχεῖν λέγουσιν». ΙΙ. παροιμ.: 1) Ἑρμῆν [[ἕλκω]], [[πίνω]] (κοιν. «τραβῶ») τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]] ἐν συμποσίῳ εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 1. 2) κοινὸς [[Ἑρμῆς]], [[συντροφικός]], ἀνήκων εἰς πάντας ὁμοίως, δηλ. ἐὰν δύο ἢ πλείονες ἄνθρωποι εὕρωσί τι κατὰ τύχην, δικαιοῦνται νὰ μοιρασθῶσιν αὐτὸ ἐπιφωνοῦντος ἑκάστου «κοινὸς [[Ἑρμῆς]]», πάντες ἔχομεν [[μερίδιον]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2· «καὶ τῶν εὑρισκομένων χαλκῶν ὑπὸ τῶν οἰκείων ἐν ταῖς ὁδοῖς δεινὸς ἀπαιτῆσαι τὸ [[μέρος]], κοινὸν [[εἶναι]] φήσας τὸν Ἑρμῆν» Θεοφρ. Χαρ. 30, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub· πρβλ. [[ἕρμαιον]]. 3) ἐν τῷ λίθῳ [[Ἑρμῆς]], ὁ ὑπονοούμενος ὡς ὑπάρχων ἐν τῷ λίθῳ καὶ πρὶν ἔτι λάβῃ μορφὴν Ἑρμοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 5, 6., 4. 2. 7, κ. ἀλλ. 4) [[Ἑρμῆς]] ἐπεισῆλθε, [[φράσις]] ἐν χρήσει ἐπὶ αἰφνιδίου παύσεως τῆς συνομιλίας, ὡς τὸ τῆς συνηθείας «βωβὸς περνάει», ἢ «Ἑβραιόπουλον γεννᾶται», Πλούτ. 2. 502F. 5) τὸ Ἑρμοῦ [[ῥαβδίον]], τὸ δι’ οὗ ἀγαθόν τι γίνεται, Ἑρμοῦ [[ῥαβδίον]]. οὗ θέλεις, φησίν ἅψαι, καὶ χρυσοῦν ἔσται Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 20, 12. 6) Ἑρμοῦ [[ἀμύητος]]· «ἐπὶ τῶν [[μᾶλλον]] ἔν τισιν ἐμπείρων· χλευαστικὴ δὲ ἡ [[παροιμία]], ὁμοίᾳ τῇ: βάλλ’ ἐς ἔχοντα τήν ἐπιστήμην» Διογενίαν. IV. 63 7) Ἑρμοῦ [[κλῆρος]]· «ὁ πρῶτος ἑλκόμενος [[κλῆρος]] Ἑρμοῦ νομίζεται» Ἡσυχ. 8) Ἑρμοῦ [[αἰδοῖον]], [[λίθος]] τις τῶν τιμίων [[ἄγνωστος]], Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 37. 166. 9) Ἑρμοῦ [[ψῆφος]]· «τὰ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἕρμαια» Ἡσυχ.
}}
}}