3,274,159
edits
(13_5) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] ἡ, sc. [[ἀορτή]], 1) Schlag-, Pulsader, Arterie, Medic. – 2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre, Luc. conscr. hist. 7; Plut. Qu. Symp. 7, 1; ohne Zusatz, Plat. Tim. 70 d 78 c; Arist. H. A. 1, 12. 16; Dion. Hal. C. V. 14. – Allgemeiner, Soph. Tr. 1043, vom Gifte, βέβρωκε σάρκας πνεύμονάς τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] ἡ, sc. [[ἀορτή]], 1) Schlag-, Pulsader, Arterie, Medic. – 2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre, Luc. conscr. hist. 7; Plut. Qu. Symp. 7, 1; ohne Zusatz, Plat. Tim. 70 d 78 c; Arist. H. A. 1, 12. 16; Dion. Hal. C. V. 14. – Allgemeiner, Soph. Tr. 1043, vom Gifte, βέβρωκε σάρκας πνεύμονάς τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀρτηρία''': ἡ, Ἰων. -ίη, ἡ τραχεῖα [[ἀρτηρία]], ἡ ἀρτηρίη [[μόλις]] ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ζ΄, 1216D, πρβλ. 1220H, Πλάτ. Τίμ. 70D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 1, περὶ Ψυχ. 2. 8, 17, κ. ἀλλ. κατὰ πληθ. οἱ βρόγχοι, ἆσθμα... περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Ἱππ. αὐτ. 1215B, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 78C: οὕτω, πνεύμονος ἀρτηρίαι Σοφ. Τρ. 1054. ΙΙ. [[ἀρτηρία]], κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴν [[φλέβα]], αἱ τῶν φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809H, πρβλ. 832B: τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀρτ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας καὶ τῇ αἰσθήσει φανερὸν [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5. 11. - Ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς γνησιότητος τῶν πραγματειῶν, ἐξ ὧν ἐλάβομεν τὰ ἀνωτέρω χωρία, ἂν τόσον ἐνωρὶς ἦτο γνωστὴ ἡ [[διάκρισις]] τῶν ἀρτηριῶν ἀπὸ τῶν φλεβῶν. Τοῦτο [[ὅμως]] [[εἶναι]] βέβαιον, ὅτι τῆς τοιαύτης διακρίσεως οὐδεμία [[χρῆσις]] ἐγένετο. Ἐπὶ πολὺν χρόνον [[μετὰ]] [[ταῦτα]] αἱ ἀρτηρίαι ἐξηκολούθουν θεωρούμεναι ὡς ἀγωγοὶ ἀέρος καὶ φαίνεται ὅτι ἐνομίζοντο ὡς ἀποφύσεις τῆς [[κυρίως]] ἀρτηρίας, [[ἤτοι]] τῆς τραχείας, «sanguis per venas in omne corpus diffunditur, et spiritus per arterias» Κικ. Ν. D. 2. 55. Ἡ [[κυρίως]] [[ἀρτηρία]] ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]] [[ἀρτηρία]] τραχεῖα ἢ ἡ τραχεῖα [[ἁπλῶς]], αἱ δὲ λοιπαὶ ἐκαλοῦντο ἀρτηρίαι λεῖαι. Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου ἐν γένει ἴδε Littré Ἱππ. 1. σ. 210-215. ΙΙΙ. = [[ἀορτή]]· δύο εἰσὶ κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίας, τῇ μὲν [[οὔνομα]] ἀρτηρίη, τῇ δὲ [[κοίλη]] φλὲψ Ἱππ. 250B· [[ὡσαύτως]] καλουμένη, ἡ ἀρτ. ἡ [[μεγάλη]], ἡ παχεῖα, ἡ πνευματική, Greenhill Θεόφιλ. σ. 296· ἡ [[λέξις]] φαίνεται παραγομένη ἐκ τοῦ [[αἴρω]], ὡς ἡ ἀορτὴ (πρβλ. ἀορτὴρ) ἐκ τοῦ [[ἀείρω]]. Ἀλλ’ ἡ [[σχέσις]] τῶν ἐννοιῶν φαίνεται σκοτεινή, καὶ ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] τῆς ἀρτηρίας συνετέλεσεν [[ὅπως]] οἱ ἀρχαῖοι ἐτυμολογῶσιν αὐτὴν ἐκ τοῦ ἀέρος. | |||
}} | }} |