περιβάλλω: Difference between revisions

6_13b
(13_7_3b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] (s. [[βάλλω]]), 1) <b class="b2">umwerfen, umlegen</b>; bei Hom. in tmesi, v. l. Od. 9, 185; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν, Il. 18, 479; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε, umschlingen, Od. 11, 211; vgl. Ar. περίβαλλε δὲ χέρας, Thesm. 914; u. in Prosa, Plat. Conv. 191 a 219 b u. A., wofür Eur. sagt πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ, I. A. 632; vgl. περιβαλὼν πλευροῖς ἐμοῖσι [[πλευρά]], Or. 798; περιβεβληκότες ἀλλήλους, einander umarmt haltend, Xen. Conv. 9, 7; c. gen., περίβαλλε θόλοιο, Od. 22, 468; bes. von Kleidungsstücken und Waffen; gew. τινί τι, τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον, Aesch. Ag. 515; aber auch τινά τινι, νεκρὸν [[θήσω]] ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι, Ch. 569, wie πόσιν ἀπείρῳ περιβαλοῦσ' ὑφάσματι, Eur. Or. 25; auch [[ἤδη]] με περιβάλλει [[σκότος]], mich umgiebt, umfängt Dunkel, Soph. Phil. 1462; vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει [[νέφος]], Eur. Herc. Fur. 1140; uneigentl., πέπλοισι κρατὶ περιβάλω [[σκότος]], 1159; auch τινὰ κακῷ, Or. 904, Einen mit Unglück umgeben, in Unglück verstricken, wie συμφοραῖς, Antiph. 3 β 12; Isocr. 4, 127; Σικελίαν πένθει, Plat. Ep. VII, 351 e; u. mit der andern Struktur, οἶκτον περιβαλών, Eur. I. A. 934; [[φόβος]] εἰς τὸ [[δεῖμα]] περιβαλών μ' [[ἄγει]], Hel. 319; βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, Her. 4, 60; u. übh. Einem Etwas beilegen, z. B. eine Eigenschaft, Würde, 1, 129, τινί τι; auch ἀνανδρίαν τινί beilegen, Eur. Or. 1031; Pol. vrbdt τῷ λιμένι [[τεῖχος]] περιβαλών, 4, 65. 11; übertr., οὐ μικροῖς ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμ ην, 1, 52, 2; ähnlich φυγῇ περιέβαλον τὸν ἄνδρα, sie belegten im mit der Verbannung, Plut. amat. narr. 5. – Häufiger im med., <b class="b2">sichumwerfen, umthun</b>, bes. sich Waffen und Kleider anlegen, περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα, Od. 22, 148, wohin man auch als Tmesis zu rechnen pflegt περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ, 5, 231 u. öfter; ὁπόσαι στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Suppl. 853; auch περιβάλλοντό οἱ πτεροφόρον [[δέμας]] θεοί, Ag. 1118; φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλόμεναι, Eur. I. T. 1151; κόσμον σώμασιν, Herc. Fur. 334; [[χλανίδιον]], [[φᾶρος]] περιβάλλεσθαι u. dgl., Her. 1, 195. 3, 139. 9, 109; absolut, Matth. 6, 29, wie das act. S. Emp. adv. phys. 1, 90 braucht. So auch von Befestigungswerken, sich zum Schutze herum aufführen, bauen. τείχεα περιεβάλοντο, Her. 1, 141; [[ἕρκος]] ὑψηλόν, 7, 192. 9, 96; u. mit doppeltem accus., [[τεῖχος]] περιβαλέσθαι τὴν πόλιν, 1, 163. 6, 46; so auch Thuc. [[καί]] τινες καὶ [[τεῖχος]] περιεβάλλοντο, 1, 8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα, Xen. Mem. 2, 1, 14; u. mit anderer Struktur, τὴν νῆσον λιθίνῳ περιεβάλλοντο τείχει, Plat. Critia. 116 a; und τοῦτο γὰρ [[οὗτος]] [[ἔξωθεν]] περιβέβληται, Conv. 216 d; auch übertr., sich in einen Wortschwall hüllen, um seine Meinung zu verbergen, ibd. 222 c; viel Umstände machen, Phaed. 272 d. – 2) <b class="b2">übertreffen</b>, überlegen sein, ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι, an Tüchtigkeit, Il. 23, 276, wie ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι, Od. 15, 17. – 3) <b class="b2">umgeben</b>, umschlingen, <b class="b2">umfassen</b>, [[λαβεῖν]] [[ἀμφίβληστρον]] καὶ περιβαλεῖν [[πλῆθος]] πολλὸν τῶν ἰχθύων, mit dem Netz eine große Menge Fische einschließen, fangen, Her. 1, 141; χωρία, τόπους, eine Gegend lieb daben, sie oft besuchen, Xen. Cyn. 5, 29; τὸ περιβεβλημένον, die Umgebung, Her. 2, 91. – 4; med. an sich bringen, <b class="b2">sichaneignen</b>, in seinen Besitz, seine Gewalt bringen, ἰδίῃ περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα, Her. 3, 71; πολλὰ ἔσωσε χρήματα τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο, 8, 8; ἀπονητὶ πόλιν περιεβεβλήατο, 6, 25; τόπον, Isocr. 4, 36; δυναστείαν περιβεβλημένοι, ib. 184; κέρδεα, χρήματα u. ä., Xen. Cyr. 1, 4, 17 An. 6, 1, 3 Hell. 4, 8, 17 u. öfter, u. Sp., Pol. [[πλῆθος]] λείας, 1, 29, 7, öfter. – 5) <b class="b2">umschiffen</b>, umsegeln, τὸν Ἄθων περιέβαλλον, Her. 6, 44; αἱ [[νῆες]] παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι [[Σούνιον]], Thuc. 8, 95, vgl. 7, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] (s. [[βάλλω]]), 1) <b class="b2">umwerfen, umlegen</b>; bei Hom. in tmesi, v. l. Od. 9, 185; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν, Il. 18, 479; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε, umschlingen, Od. 11, 211; vgl. Ar. περίβαλλε δὲ χέρας, Thesm. 914; u. in Prosa, Plat. Conv. 191 a 219 b u. A., wofür Eur. sagt πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ, I. A. 632; vgl. περιβαλὼν πλευροῖς ἐμοῖσι [[πλευρά]], Or. 798; περιβεβληκότες ἀλλήλους, einander umarmt haltend, Xen. Conv. 9, 7; c. gen., περίβαλλε θόλοιο, Od. 22, 468; bes. von Kleidungsstücken und Waffen; gew. τινί τι, τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον, Aesch. Ag. 515; aber auch τινά τινι, νεκρὸν [[θήσω]] ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι, Ch. 569, wie πόσιν ἀπείρῳ περιβαλοῦσ' ὑφάσματι, Eur. Or. 25; auch [[ἤδη]] με περιβάλλει [[σκότος]], mich umgiebt, umfängt Dunkel, Soph. Phil. 1462; vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει [[νέφος]], Eur. Herc. Fur. 1140; uneigentl., πέπλοισι κρατὶ περιβάλω [[σκότος]], 1159; auch τινὰ κακῷ, Or. 904, Einen mit Unglück umgeben, in Unglück verstricken, wie συμφοραῖς, Antiph. 3 β 12; Isocr. 4, 127; Σικελίαν πένθει, Plat. Ep. VII, 351 e; u. mit der andern Struktur, οἶκτον περιβαλών, Eur. I. A. 934; [[φόβος]] εἰς τὸ [[δεῖμα]] περιβαλών μ' [[ἄγει]], Hel. 319; βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, Her. 4, 60; u. übh. Einem Etwas beilegen, z. B. eine Eigenschaft, Würde, 1, 129, τινί τι; auch ἀνανδρίαν τινί beilegen, Eur. Or. 1031; Pol. vrbdt τῷ λιμένι [[τεῖχος]] περιβαλών, 4, 65. 11; übertr., οὐ μικροῖς ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμ ην, 1, 52, 2; ähnlich φυγῇ περιέβαλον τὸν ἄνδρα, sie belegten im mit der Verbannung, Plut. amat. narr. 5. – Häufiger im med., <b class="b2">sichumwerfen, umthun</b>, bes. sich Waffen und Kleider anlegen, περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα, Od. 22, 148, wohin man auch als Tmesis zu rechnen pflegt περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ, 5, 231 u. öfter; ὁπόσαι στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Suppl. 853; auch περιβάλλοντό οἱ πτεροφόρον [[δέμας]] θεοί, Ag. 1118; φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλόμεναι, Eur. I. T. 1151; κόσμον σώμασιν, Herc. Fur. 334; [[χλανίδιον]], [[φᾶρος]] περιβάλλεσθαι u. dgl., Her. 1, 195. 3, 139. 9, 109; absolut, Matth. 6, 29, wie das act. S. Emp. adv. phys. 1, 90 braucht. So auch von Befestigungswerken, sich zum Schutze herum aufführen, bauen. τείχεα περιεβάλοντο, Her. 1, 141; [[ἕρκος]] ὑψηλόν, 7, 192. 9, 96; u. mit doppeltem accus., [[τεῖχος]] περιβαλέσθαι τὴν πόλιν, 1, 163. 6, 46; so auch Thuc. [[καί]] τινες καὶ [[τεῖχος]] περιεβάλλοντο, 1, 8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα, Xen. Mem. 2, 1, 14; u. mit anderer Struktur, τὴν νῆσον λιθίνῳ περιεβάλλοντο τείχει, Plat. Critia. 116 a; und τοῦτο γὰρ [[οὗτος]] [[ἔξωθεν]] περιβέβληται, Conv. 216 d; auch übertr., sich in einen Wortschwall hüllen, um seine Meinung zu verbergen, ibd. 222 c; viel Umstände machen, Phaed. 272 d. – 2) <b class="b2">übertreffen</b>, überlegen sein, ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι, an Tüchtigkeit, Il. 23, 276, wie ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι, Od. 15, 17. – 3) <b class="b2">umgeben</b>, umschlingen, <b class="b2">umfassen</b>, [[λαβεῖν]] [[ἀμφίβληστρον]] καὶ περιβαλεῖν [[πλῆθος]] πολλὸν τῶν ἰχθύων, mit dem Netz eine große Menge Fische einschließen, fangen, Her. 1, 141; χωρία, τόπους, eine Gegend lieb daben, sie oft besuchen, Xen. Cyn. 5, 29; τὸ περιβεβλημένον, die Umgebung, Her. 2, 91. – 4; med. an sich bringen, <b class="b2">sichaneignen</b>, in seinen Besitz, seine Gewalt bringen, ἰδίῃ περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα, Her. 3, 71; πολλὰ ἔσωσε χρήματα τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο, 8, 8; ἀπονητὶ πόλιν περιεβεβλήατο, 6, 25; τόπον, Isocr. 4, 36; δυναστείαν περιβεβλημένοι, ib. 184; κέρδεα, χρήματα u. ä., Xen. Cyr. 1, 4, 17 An. 6, 1, 3 Hell. 4, 8, 17 u. öfter, u. Sp., Pol. [[πλῆθος]] λείας, 1, 29, 7, öfter. – 5) <b class="b2">umschiffen</b>, umsegeln, τὸν Ἄθων περιέβαλλον, Her. 6, 44; αἱ [[νῆες]] παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι [[Σούνιον]], Thuc. 8, 95, vgl. 7, 25.
}}
{{ls
|lstext='''περιβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόριστ. περιέβᾰλον. Ρίπτω, βάλλω ὁλόγυρα ἢ [[ἐπάνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[ἐνδύω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ὄφρα]] καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; Ὀδ. Λ. 210· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Ἰλ. Λ. 454· περὶ δ’ ἄντυγα [[βάλε]] φαεινὴν Σ. 479· (ἐν Ὀδ. Φ. 466, ἐν τῷ στίχῳ: κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] περίβαλλε θόλοιο ἡ γενικὴ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἐξάψας)· χέρας π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 914· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] δοτικ., χέρας π. τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 1044, Φοίν. 1459, κτλ.· περὶ δ’ ὠλένας δέρᾳ ... βάλοιμι [[αὐτόθι]] 165· π. τινὶ δεσμά, βρόχους Αἰσχύλ. Πρ. 52, Εὐρ. Βάκχ. 619· ζευκτήριον Τροίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 529· ἐν πέπλοισι κρατὶ π. [[σκότος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1159· - [[ὡσαύτως]], π. θώρηκας περὶ τὰ στέρνα Ἡρόδ. 1. 215, πρβλ. 5. 85· π. αἱμασιὴν κατὰ τὸν κύκλον ὁ αὐτ. 7. 60· π. ναῦν περὶ [[ἕρμα]], προσαράττω εἰς .., Θουκ. 7. 25. - Μέσ., βάλλω τι [[ἐπάνω]] μου, ἐνδύομαι, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, ἐνδυόμενοι τὰ ὅπλα των, Ὀδ. Χ. 148· περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ε. 231· [[ξίφος]] περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις Ξ. 518· [[οὕτως]], [[εἷμα]], [[φᾶρος]] περιβάλλεσθαι Ἡρόδ. 1. 152., 9. 109· φάρεα καὶ πλοκάμους Εὐρ. Ι. Τ. 1150· κόσμον σώμασιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 334· [[ὡσαύτως]], π. [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], τείχεα Ἡρόδ. 1. 141., 9. 96, 97, πρβλ. Θουκ. 1. 8· ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14· π. [[τεῖχος]] [[περί]] τι Λυσ. 194. 43· καὶ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, περιβάλλειν αὐτὴν διὰ τείχους, Ἡρόδ. 1. 163, πρβλ. 6. 46· πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σελ. 517· - ἐν τῷ παθητ. πρκμ., Πλάτ. Συμπ. 216D· περιβεβλημένος τὸ [[τεῖχος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 174Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11. 2) μεταφορ. ὡς τὸ περιτιθέναι, περιάπτειν, π. τινὶ βασιληίην, τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 129, Εὐρ. Ἴων 829· [[ὡσαύτως]], π. σωτηρίαν [τισὶ] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 304· δουλείαν Μυκήναις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 189· οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 934· μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1031. ΙΙ. τἀνάπαλιν [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., κυκλώνω, [[περικλείω]], περιβαλεῖν [[πλῆθος]] τῶν ἰχθύων (δηλ. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Ἡρόδ. 1. 141· βρόχῳ π. τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτω παρ’ Ἀττ., [Βόσπορον] πέδαις π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 748· [[περικαλύπτω]], [[ἐνδύω]], π. τινὰ ὑφάσματι, πέπλοις, δοραῖς, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 25, κτλ.· π. τινὰ χερσί, [[ἐναγκαλίζομαι]], [[αὐτόθι]] 372 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· - ἀκολούθως μεταφορ., π. τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, ὀνείδεσι, κινδύνοις ὁ αὐτ. 906, Ἀντιφῶν 122. 25, Ἀνδοκ. 18. 33, Λυσ. 102. 57, Δημ. 604. 9, κτλ.· π. τινὰ φυγῇ, δηλ. [[ἐξορίζω]] τινά, Πλούτ. 2. 775C· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[περικλείω]] πρὸς ἰδίαν μου ὑπεράσπισιν, τὴν νῆσον π. τείχει Πλάτ. Κριτί. 116Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· π. θύννους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 8, πρβλ. 13. 2) π. τινὰ χαλκεύματι, βάλλω τινὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ [[ξίφος]] μου, δηλ. διατρυπῶ διὰ τοῦ ξίφους (ἴδε ἐν λέξ. περὶ Β. Ι. 2), Αἰσχύλ. Χο. 576. ΙΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., περικυκλώνω, περιβάλλει με [[σκότος]], [[νέφος]] Εὐρ. Φοίν. 1453, Ἡρ. Μαιν. 1140· π. τινά, [[ἐναγκαλίζομαι]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 25· ἀλλὰ καὶ [[ἐνδύω]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κε΄, 36· - τὸ περιβεβλημένον, τὸ ἐγκεκλεισμένον [[μέρος]], [[περίβολος]], Ἡρόδ. 2. 91· πρβλ. [[περίβολος]] ΙΙ. 2· - μέσ., ἤλαυνον περιβαλλόμενοι [τὰ ὑποζύγια], περιτριγυρίζοντες, ὁ αὐτ. 9. 39. 2) ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, περιελθοῦσαι τὸν καμπτῆρα, Ἰλ. Ψ. 462· ἰδίως ἐπὶ πλοίων, π. τὸν Ἄθων Ἡρόδ. 6. 44· [[Σούνιον]] Θουκ. 8. 95· ὡς τὸ [[περιπλέω]] παρ’ Ἡροδ. 7. 21. 3) [[συχνάζω]], ἀγαπῶ νὰ φοιτῶ εἴς τι [[μέρος]], Ξεν. Κυνηγ. 5. 29., 6. 18. 4) π. λόγον, στρογγυλώνω, ἀποκαθιστῶ αὐτὸν στρογγύλον, Ἐρμογέν., Φώτ. IV. Μέσ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω τι πρὸς ἐμὴν ὠφέλειαν, [[ἀποβλέπω]] εἰς [[ἴδιον]] [[κέρδος]], Λατιν. affectare, ἰδίῃ π. ἑωυτῶ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· πολλὰ χρήματα ὁ αὐτ. 8. 8, πρβλ. 7. 190· σωφροσύνης δόξαν π. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· τὰ λοιπὰ περιβαλλόμενος Δημ. 304. 25· πρβλ. Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 287· - παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., [[κυριεύω]], [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Σάμιοι δὲ ἀπαλλαχθέντες Μήδων, ἀπονητὶ πόλιν καλλίστην Ζάγκλην περιεβεβλήατο (Ἰων. ἀντὶ περιεβέβληντο) Ἡρόδ. 6.24· δυναστείαν Ἰσοκρ. 79C. 2) περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ ὑποτίθεσθαι Ἰσοκρ. 106C [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ· πολὺ κρεῖττόν ἐστιν ἕν [[καλῶς]] μεμαθηκέναι ἢ πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 474·-λογικῶς, πρὶν ἂν ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἔρξας γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται, περιλάβῃ, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β. 3) [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]] διὰ λέξεων, κομψῶς κύκλῳ π. τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 222C· ἀπολ.,=τῷ Λατ. ambagibus uti, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 272D. V. (ἐκ τῆς περὶ Α. ΙΙΙ) νικῶ ἐν τῷ βάλλειν, [[ὑπερβάλλω]], καὶ οὕτω [[καθόλου]], νικῶ, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, μνηστῆρας δώροισι Ὀδ. Ρ. 17· ἢ [[ἁπλῶς]], π. ἀρετῇ, ὑπερτερεῖν κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἰλ. Ψ. 276.
}}
}}