κατοκωχή: Difference between revisions

6_10
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] ἡ, = [[κατοχή]], Suid. erkl. [[κατάσχεσις]], das Innehaben; θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν [[κατοκωχή]] Phaedr. 245 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1403.png Seite 1403]] ἡ, = [[κατοχή]], Suid. erkl. [[κατάσχεσις]], das Innehaben; θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν [[κατοκωχή]] Phaedr. 245 a.
}}
{{ls
|lstext='''κατοκωχή''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ [[κατοχή]], τὸ κατέχειν, [[κατάσχεσις]], [[κτῆσις]], τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, [[ἔμπνευσις]], [[ἐνθουσιασμός]], θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· [[κατοκωχή]] ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. [[κατέχω]] II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι [[κατακωχή]], κατακώχιμος διορθωτέοι [[πανταχοῦ]] πλὴν [[ἴσως]] παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, [[συνοκωχή]].
}}
}}