σίφων: Difference between revisions

2,084 bytes added ,  5 August 2017
6_22
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] ωνος, ὁ, ein hohler Körper, Röhre, Halm u. dgl., lat. sipho; der Weinheber, Wein aus einem Fasse zu saugen, Hippon. bei Poll. 6, 19; – der Weinschlauch, Eur. Cycl. 438. – Auch die Feuerspritze, Mathem. vett. – Bei Hesych. ein der Ameise ähnliches Insekt, vielleicht die Mücke, wie Mel. 93 (V, 151), αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες κώνωπες, gleichsam die Heber oder Saugröhren des Männerbluts. – Die Wasserhose, wie τυφών, vgl. Schol. Arat. Dios. 785. – [Ι ist außer bei Eur. lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] ωνος, ὁ, ein hohler Körper, Röhre, Halm u. dgl., lat. sipho; der Weinheber, Wein aus einem Fasse zu saugen, Hippon. bei Poll. 6, 19; – der Weinschlauch, Eur. Cycl. 438. – Auch die Feuerspritze, Mathem. vett. – Bei Hesych. ein der Ameise ähnliches Insekt, vielleicht die Mücke, wie Mel. 93 (V, 151), αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες κώνωπες, gleichsam die Heber oder Saugröhren des Männerbluts. – Die Wasserhose, wie τυφών, vgl. Schol. Arat. Dios. 785. – [Ι ist außer bei Eur. lang.]
}}
{{ls
|lstext='''σίφων''': -ωνος, ὁ, [[σωλήν]], Λατ. sipho, [[μάλιστα]] δέ, 1) ὁ κεκαμμένος [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξῆγον [[οἶνον]] ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D [[καθόλου]], ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, = [[καθετήρ]], Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[σιφωνάτωρ]], ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον [[σίφων]], Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον [[αἷμα]] διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ [[αἰδοῖον]]. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίφων]]· ῥυπαρὸς [[ἄνθρωπος]], καὶ [[λίχνος]]. ἢ [[εἶδος]] θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ [[ὄργανον]] σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».
}}
}}