παρωθέω: Difference between revisions

6_14
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] (s. [[ὠθέω]]), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασθαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσθαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσθαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων θύρας ἀλλήλους παρωθούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] (s. [[ὠθέω]]), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασθαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσθαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσθαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων θύρας ἀλλήλους παρωθούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
}}
{{ls
|lstext='''παρωθέω''': μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ [[μέρος]] ἢ [[μακράν]], [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον [[λέχος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς [[εἶναι]] μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ [[μακράν]] μου, [[ἀπορρίπτω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα [[τιμῆς]], [[ἀποβάλλω]] τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν [[χρεών]], βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ [[μέρος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, [[ἀναβάλλω]], Πλάτ. Πόλ. 471G.
}}
}}