διεξάγω: Difference between revisions

6_3
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἄγω]]), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]] 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἄγω]]), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]] 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διεξάγω''': [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· [[διευθύνω]], κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, [[ὑποστηρίζω]] τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.
}}
}}