ἀνά: Difference between revisions

10,136 bytes added ,  5 August 2017
6_3
(c2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0178.png Seite 178]] apokopirt ἄν, vor einem Lippenlaut ἄμ, vgl. diese Artikel. Es erscheint
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0178.png Seite 178]] apokopirt ἄν, vor einem Lippenlaut ἄμ, vgl. diese Artikel. Es erscheint
}}
{{ls
|lstext='''ἀνά''': [ᾰνᾰ], [[πρόθεσις]] συντασσ. [[μετὰ]] γεν., δοτ καὶ αἰτ., ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. καὶ δοτ. μόνον ἐν τῇ Ἐπ. καὶ Δωρ. ποιήσει. Κατ’ ἀποκοπὴν ἡ ἀνὰ γίνεται ἂν πρὸ τῶν ὀδοντοφώνων, ὡς, [[ἀνδαίω]]· ἃγ πρὸ οὐρανισκοφώνων, ὡς ἂγ γύαλα, καὶ ἂμ πρὸ χειλοφώνων· ὡς, ἂμ βωμοῖσι, ἂμ πέτραις, ἀμμένω, κτλ. (Ἡ ῥιζ. [[σημασία]] [[εἶναι]] ἐπί, [[ἐπάνω]], ἀντιτίθεται τῇ κατά. Ἐκ της √ΑΝ παράγεται καὶ τὸ ἄνω· πρβλ. Ζενδ. ana ([[ἐπάνω]]), Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. a n, πρβλ. Λατ. anhelo· Γοτθ. una). A. ΜΕΤΑ ΓΕΝ., μόνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἂν δ’ ἄρα… νηὸς βαῖνε, ἀνέβαινεν εἰς τὸ [[πλοῖον]], Β. 416· ἀνὰ νηὸς [[ἔβην]] Ι. 177· ἂν δὲ… νηὸς ἐβήσετο Ο. 284· - [[ταῦτα]] ἑρμηνεύουσί τινες, οὐχὶ πολὺ ὀρθῶς, ὡς τμῆσιν. Β. ΜΕΤΑ ΔΟΤ., = ἐπί, [[ἐπάνω]] [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς κινήσεως, μόνον ἐν Ἐπ. καὶ λυρ. ποιήσει καὶ [[ἑπομένως]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀνὰ σκήπτρῳ, ἐπὶ τοῦ σκήπτρου, Ἰλ. Α. 15, Πινδ. Π. 1. 10· ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ σκολόπεσσι Σ. 177· ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ Ο. 152· ἀνὰ ὤμῳ, ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ὀδ. Λ. 127· ἂν ἵπποις Πινδ. Ο. 8. 67· ἂμ πέτραις Αἰσχυλ. Ἱκ. 350· ἀνά τε ναυσὶ καὶ σὺν ὅπλοις Εὐρ. Ι. Α. 754. Γ. ΜΕΤ’ ΑΙΤΙΑΤ., ἥτις [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[χρῆσις]] καὶ ἐκφράζει ἢ ὑπονοεῖ κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω. Ι. ἐπὶ τόπου, [[ἐπάνω]] εἰς, [[κάτωθεν]] πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὴν κορυφήν, ἀνὰ κίονα Ὀδ. Χ. 176· ἀνὰ [[μέλαθρον]], [[ἐπάνω]] εἰς... [[αὐτόθι]] 239· [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν’ ἱκάνει Ἰλ. Ν. 547· ἀνὰ τὸν ποταμὸν Ἡρόδ. 2. 96: - [[οὕτως]] ἀνὰ [[δῶμα]], [[ἐπάνω]] καὶ [[κάτω]] ἐν τῇ οἰκίᾳ, καθ’ ὅλην τὴν οἰκίαν, Ἰλ. Α. 570· ἀνὰ στρατόν, ἄστυ, ὅμιλον [[αὐτόθι]] 384, Ὀδ. Θ. 173, κτλ., ἂγ γύαλα Αἰσχυλ. Ἱκ. 550: - Εἰς τοῦτο δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν τὸ ἀνὰ [[στόμα]], ἀνὰ θυμὸν ἔχειν, ἔχειν ἀδιαλείπτως ἐν τῷ στὸματι, ἐν τῷ νῷ, Ἰλ. Β. 36, 250· ἀν’ Αἰγυπτίους ἄνδρας, μεταξὺ αὐτῶν, Ὀδ. Ξ. 286· [[οὕτως]], ἀνὰ πᾶσαν τὴν Μηδικήν, ἀνὰ τὴν Ελλάδα Ἡροδ. 1. 96., 2. 135, κτλ.· ἀνὰ τοὺς πρώτους [[εἶναι]], ἐν τοῖς πρώτοις, μεταξὺ τῶν πρώτων, ὁ αὐτ. 1. 86. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, δηλοῖ ἔκτασιν ἢ διάρκειαν χρονικήν, ἀνὰ νύκτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἰλ. Ξ. 80: ὁ Ἡροδ. [[συχνάκις]] ἔχει ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν (οὐχὶ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, περὶ οὗ κατωτέρω)· ἀνὰ τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 8. 123· ἀνὰ χρόνον, κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ χρόνου, ὁ αὐτὸς 1. 173., 2. 151, πρβλ. 5. 27· ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν’ Σοφ. Ο. Κ. 1247. 2). [[μετὰ]] ἐννοίας διανεμήσεως ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, κάθε ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37, 130. κτλ.· ἀνὰ πᾶν [[ἔτος]] ὁ αὐτὸς 1. 136, κτλ.· ἢ, ἀνὰ πάντα ἔτεα ὁ αὐτ. 8. 65. ΙΙΙ. [[μετὰ]] τῶν ἀριθμητικῶν σημαίνει διανομὴν ἢ μερισμόν, κρέα εἴκοσιν ἀν’ ἡμιωβολιαῖα, δηλ. 20 τεμάχια κρέατος πρὸς ἥμισυν ὀβολὸν ἕκαστον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 554· τῶν ἀν’ ὀκτὼ τὠβολοῦ, ἐκ τῶν πωλουμένων ὀκτὼ «’ς τὸν ὀβολόν» Τιμοκλῆς ἐν «Καυνίοις» 1, [[ὡσαύτως]], ἀνὰ [[πέντε]] παρασάγγας τῆς ἡμέρας, [ὥδευσαν] [[πέντε]] παρασάγγας τὴν ἡμέραν, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 4· ἔστη σαν ἀνὰ [[ἑκατόν]], ἐστάθησαν ἀνὰ [[ἑκατόν]], ὁ αὐτ. 5. 4, 12· κλισίας ἀνὰ [[πεντήκοντα]], ὁμίλους ἀνὰ 50, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· ἔλαβον ἀνὰ [[δηνάριον]], [[ἕκαστος]] ἓν [[δηνάριον]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 10· ἀνὰ δύο χιτῶνας, [[ἕκαστος]] δύο, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 3. IV. ἀνὰ [[κράτος]], [[μέχρι]] τοῦ ἀνωτάτου βαθμοῦ τῆς ἰσχύος, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν (κατὰ πολὺ ὅμ. τῷ κατὰ [[κράτος]])· ἀνὰ [[κράτος]] φεύγειν, ἀπομάχεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30., 5. 3, 12· ἀνὰ λόγον, κατ’ ἀναλογίαν, [[ἀναλόγως]], Πλάτ. Φαίδων 110D, καὶ ἀλλ.· ἀνὰ [[μέσον]], ἐν τῷ μέσῳ, «ἀνάμεσα», Ἀντιφάν. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, Μενάνδ. Ἄδηλ. 2. 19· ἀνὰ [[μέρος]], ἀντίθ. πρὸς τὸ πάντες, Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 17, καὶ ἀλλ. V. ἀνὰ τὸ σκοτεινόν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22. Δ. ΑΝΕΥ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΙΝΟΣ, ὡς ἐπίρρ., ἐπ’ [[αὐτοῦ]], [[ἐπάνω]] εἰς αὐτό, [[ἐκεῖ]]-[[ἐπάνω]], Ὅμ. καὶ ἄλλοι Ποιητ.: - καὶ [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τῆς ἐξαπλώσεως ἢ ἐπεκτάσεως ἐπὶ τῆς ὅλης ἐπιφανείας μέρους τινός, καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν, παντελῶς, ὁλοκλήρως· μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν, [[ἐπάνω]] δὲ καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν ἦσαν «τσαμπιὰ» ἀπὸ μαῦρα σταφύλια, Ἰλ. Σ. 562, πρβλ. Ὀδ. Ω. 343: - ἀλλ’ ἡ ἀνὰ [[πολλάκις]] φαίνεται ὡς [[ἐπίρρημα]] παρ’ Ὁμήρῳ, ἐν ᾧ πράγματι [[εἶναι]] μόνον κεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἑαυτῆς ῥήματος κατὰ τμῆσιν, ἀνὰ δ’ ἴσχεο (ἀντὶ ἀνίσχεο δὲ = ἀνέχου δέ)· ἀνὰ δ’ ὦρτο (ἀντὶ ἀνῶρτο δέ)· ἀνὰ τεύχε’ ἀείρας (ἀντὶ τεύχε’ ἀναείρας), κτλ. Ε. ΕΝ ΣΥΝΘΕΣΕΙ: 1) ὡς ἐν Γ. Ι, [[ἐπάνω]] εἰς, πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], ἄνω, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατά· ὡς ἐν τοῖς ῥήμασιν, [[ἀναβαίνω]], [[ἀναβλέπω]], ἀναιρέω, [[ἀνίστημι]]: ποιητικῶς [[ἐνίοτε]] τίθεται διπλοῦν, ὡς, ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβαίνειν Ὀδ. Χ. 132. 2) [[ἐντεῦθεν]] πηγάζει ἡ [[ἔννοια]] τῆς αὐξήσεως ἢ ἐνισχύσεως, ὡς ἐν τῷ [[ἀνακρίνω]]· ἂν καὶ δὲν δύναται [[πάντοτε]] νὰ ἑρμηνευθῇ, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρικῷ [[ἀνείρομαι]]: - ἐπὶ τοιαύτης σημασίας [[εἶναι]] ἀντίθετον τῇ ὑπό, sub. 3) ἐκ τῆς ἐννοίας ὁλοκλήρως, παντελῶς (Δ) πηγάζει ἡ τῆς ἐπαναλήψεως καὶ βελτιώσεως ἢ προόδου, ὡς ἐν τοῖς [[ἀναβλαστάνω]], ἀναγινώσκω. 4) ἡ [[ἔννοια]] τοῦ [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], τῆς ὀπισθοχωρήσεως, ἐν τοῖς [[ἀναχωρέω]], [[ἀνανεύω]], κτλ., φαίνεται ὅτι πηγάζει ἐκ φράσεων οἵα ἡ ἀνὰ ῥόον, πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], δηλ. [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, Λατ. re-, retro-. Ζ. ἄνα, γεγραμμένον κατ’ ἀναστροφήν. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀνάστηθι = ἔγειραι! ἐγέρθητι! «σήκω»· ἀλλ’ ἄνα Ἰλ. Ζ. 331, Ὀδ. Σ. 13· ἀντὶ ἀνάστητε, ὡς, ἄνα γε μὰν δόμοι (οὕτω Βλωμφ. ἀντὶ ἄναγε μὰν) Αἰσχύλ. Χο. 963: - ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἡ λήγουσα [[οὐδέποτε]] ἐκθλίβεται, ὡς βλέπομεν ἐν Ἰλ. Ι. 247: ἀλλ’ ἄνα, εἰ μέμονας Σοφ. Αἴ. 194: ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων. 2) τὸ ἀποκεκομμένον ἂν ἀείποτε κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀνέστη, = ἠγέρθη, ἐσηκώθη, Ἰλ. Γ. 268, Ψ. 837, κτλ. 3) [[ὅταν]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς [[πρόθεσις]] ἡ ἀνὰ [[οὐδέποτε]] πάσχει ἀναστροφήν, δηλ. δὲν γίνεται ἄνα (ἂν καὶ ὁ Ἕρμαννος εἰς Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1143 ὑποστηρίζει τὸ [[ἐναντίον]]).
}}
}}