βαιός: Difference between revisions

2,116 bytes added ,  5 August 2017
6_4
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0426.png Seite 426]] ά, όν, klein, gering, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν Pind. P. 9, 77; [[μέρος]] Aesch. Ag. 1556; [[νῆσος]] Pers. 440; [[στέγη]] Soph. Phil. 286; [[χρόνος]], Ggstz οὐχὶμυρίος, Tr. 44; vgl. Phani. 1 (XII, 31) u. öfter; Ggstz der μεγάλοι, vom niedrigen Stande, Ai. 160; [[τράπεζα]] Antiphan. Ath. XII, 544 f; oft in Anth., βαιῆς ἄπο, sc. ἡλικίας, von klein auf, Ep. ad 732 (App. 210); βαιότερον, Ggstz von μεῖζον, Parmenid. 106. – Adv. βαιόν, ein wenig, Soph. Ai. 90 u. sp. D.; βαιά Ar. Ach. 2; κατὰ βαιόν, nach und nach, D. Per. 622. In Prosa Hippocr. p. 2, 4 F. im Ggstz von πολλοί.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0426.png Seite 426]] ά, όν, klein, gering, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν Pind. P. 9, 77; [[μέρος]] Aesch. Ag. 1556; [[νῆσος]] Pers. 440; [[στέγη]] Soph. Phil. 286; [[χρόνος]], Ggstz οὐχὶμυρίος, Tr. 44; vgl. Phani. 1 (XII, 31) u. öfter; Ggstz der μεγάλοι, vom niedrigen Stande, Ai. 160; [[τράπεζα]] Antiphan. Ath. XII, 544 f; oft in Anth., βαιῆς ἄπο, sc. ἡλικίας, von klein auf, Ep. ad 732 (App. 210); βαιότερον, Ggstz von μεῖζον, Parmenid. 106. – Adv. βαιόν, ein wenig, Soph. Ai. 90 u. sp. D.; βαιά Ar. Ach. 2; κατὰ βαιόν, nach und nach, D. Per. 622. In Prosa Hippocr. p. 2, 4 F. im Ggstz von πολλοί.
}}
{{ls
|lstext='''βαιός''': -ά, -όν, [[μικρός]], [[ὀλίγος]], Πίνδ. Π. 9. 134· β. [[νῆσος]] Αἰσχ. Πέρσ. 448· [[μέρος]] β. ἔχειν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1574· [[μικρός]], καὶ ἐπὶ ἀριθμ. [[ὀλίγος]], [[μόνος]], σῦκα βαιὰ Ἀναν. Ἀποσπ. 3 Bgk.· βαιὰ γ’ ὡς ἀπὸ πολλῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1023· βαιὰ [[κύλιξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 49· ῥάκη β., ὀλίγα, ἀσήμαντα, ὁ αὐτ. Φ. 274· εἰπὲ [[πρός]] με βαιά, ὀλίγους λόγους, ὁ αὐτ. Αἴ. 292, πρβλ. Ἀποσπ. 255. 2 ([[ἀλλά]], βαιὰν ... λόγων φάμαν, χαμηλῇ τῇ φωνῇ λαλουμένην, ὁ αὐτ. Φ. 845)· ἐχώρει [[βαιός]], μὲ ὀλίγην συνοδίαν, δηλ. [[μόνος]], ὁ αὐτ. Ο. Τ. 750· ἐπὶ καταστάσεως, [[χαμηλός]], [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[ταπεινός]], βαιοί, ἀντίθ. τῷ οἱ μεγάλοι, ὁ αὐτ. Αἴ. 160· ἐκ ... βαιῶν [[γνωτός]] ἂν γένοιτ’, ἐκ ποταπῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 255· οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1199· βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ ὁ αὐτ. Φ. 286· ἐπὶ χρόνου, [[βραχύς]], Σόλων 17, Σοφ. Τρ. 44· ἀπὸ βαιῆς [ἐνν. ἡλικίας], ἐκ νηπιότητος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 210· ― οὐδ. βαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, Σοφ. Αἴ. 90, Φ. 20· ἐπὶ χρόνου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1653, Τρ. 335· οὕτω πληθ., βαιά· Ἀριστοφ. Ἀχ. 2· κατὰ βαιόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, Διον. Π. 622· συγκρ., βαιότερος Ὀππ. Κυν. 3. 86. ― Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[ὀλίγος]]. ― Πρβλ. τὸν Ἰων. τύπον [[ἠβαιός]].
}}
}}