διεῖδον: Difference between revisions

6_5
(a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] [[διιδεῖν]], s. [[διοράω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] [[διιδεῖν]], s. [[διοράω]].
}}
{{ls
|lstext='''διεῖδον''': ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ [[διοράω]]· - [[βλέπω]] ἐντελῶς, [[διακρίνω]] (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) [[βλέπω]] διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι [[νῆσος]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), [[γνωρίζω]] τὴν διαφορὰν [[μεταξύ]]…, [[διακρίνω]], ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[δίειμι]], [[διέρχομαι]].
}}
}}