πλάτη: Difference between revisions

1,565 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ἡ, auch [[πλάτα]], ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; [[ναυτίλος]], Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία [[πλάτη]], Lycophr. 96, der Hirtenstab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0626.png Seite 626]] ἡ, auch [[πλάτα]], ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; [[ναυτίλος]], Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία [[πλάτη]], Lycophr. 96, der Hirtenstab.
}}
{{ls
|lstext='''πλάτη''': Δωρ. [[πλάτα]], ἡ (πλᾰτὺς) [[πλατεῖα]] ἢ εὐρεῖα [[ἐπιφάνεια]]: 1) τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λατ. palmula remi, καὶ [[καθόλου]] [[κώπη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 695, Σοφ. Αἴ. 359, καὶ [[συχν]]. παρ᾿ Εὐρ.· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ ποιηταῖς, ναυτίλῳ πλάτῃ, διὰ πλοίου, διὰ θαλάσσης, Σοφ. Φιλ. 220· οὐρίῳ πλάτῃ, ἐν εὐπλοίᾳ, (μὲ [[οὔριον]] ἄνεμον), [[αὐτόθι]] 355· [[βάρβαρος]] πλ. Εὐρ. Ἑλ. 192· πλάτῃ φυγεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 242· ― ἐπὶ τῶν οὐρῶν μαλακοστράκων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 3· ἐπὶ τῶν ποδῶν ἄλλων τοιούτων, [[αὐτόθι]] 5· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ὑμένων τῶν συνημμένων εἰς τοὺς πόδας πτηνῶν τινων (κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ στεγανόποδα) [[οἷον]] τῆς φαλαρίδος κλ., [[αὐτόθι]] 4. 12, 24. 2) χερσαίας πλάτης, «πτύου ἢ τῆς καλαύροπος· ἡ δὲ καλαῦροψ [[ῥάβδος]] ἐστι ποιμενικὴ» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 96. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ ὠμοπλάται, Ἐρωτιαν. σ. 304, πρβλ. Ἱππ. 410, 31, [[Πολυδ]]. Β´, 133. Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]].
}}
}}