σπαθάω: Difference between revisions

1,953 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_6b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] den Zettel oo. Einschlag beim Weben mit der [[σπάθη]] schlagen, Philyll. bei Poll. 10, 126; Schol. Ar. Nubb. 54. 56; – übtr., verzetteln, <b class="b2">vergeuden</b>; Ar. a. a. O.; τὰ χρήματα, Plut. Pericl. 14; πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων [[συγκεχυμένως]] καὶ ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται, Superst. 7, vgl. Alciphr. 3, 34. 65;<b class="b2"> schlemmen</b>, prassen, viel, übermäßig essen, σπαθήσεις δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, du wirst dich des Tages zwei- od. dreimal voll essen, Luc. Luct. 17, v. l. δυσπαθήσεις; – anzetteln, einfädeln, <b class="b2">anstiften</b>, διὰ ταῦτ' ἐσπαθᾶτο ταῦτα, Dem. 19, 43; – σπαθᾶν φυτά, Gewächse beschneiden, und sie dadurch kleiner machen, Jac. Philostr. imagg. p. 496.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] den Zettel oo. Einschlag beim Weben mit der [[σπάθη]] schlagen, Philyll. bei Poll. 10, 126; Schol. Ar. Nubb. 54. 56; – übtr., verzetteln, <b class="b2">vergeuden</b>; Ar. a. a. O.; τὰ χρήματα, Plut. Pericl. 14; πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων [[συγκεχυμένως]] καὶ ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται, Superst. 7, vgl. Alciphr. 3, 34. 65;<b class="b2"> schlemmen</b>, prassen, viel, übermäßig essen, σπαθήσεις δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, du wirst dich des Tages zwei- od. dreimal voll essen, Luc. Luct. 17, v. l. δυσπαθήσεις; – anzetteln, einfädeln, <b class="b2">anstiften</b>, διὰ ταῦτ' ἐσπαθᾶτο ταῦτα, Dem. 19, 43; – σπαθᾶν φυτά, Gewächse beschneiden, und sie dadurch kleiner machen, Jac. Philostr. imagg. p. 496.
}}
{{ls
|lstext='''σπᾰθάω''': ἐν τῷ ὑφαίνειν, κτυπῶ πρὸς τὰ πάνω τὸ [[ὕφασμα]] διὰ κτενίου ἢ τῆς σπάθης (ὃ ἴδε), σπ. τὸν ἱστόν, [[ὅπως]] τὸ [[ὕφασμα]] γίνηται πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, πρβλ.· [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36. ΙΙ. μεταφορ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 55, [[λίαν]] σπαθάν, [[καταναλίσκω]], καθηδυπαθῶ, ἀσωτεύω, [[ἰδιόρρυθμος]] [[φράσις]] εἰς δήλωσιν τῆς τῶν χρημάτων σπατάλης (πιθανῶς [[μετὰ]] παιδιὰς ἐπὶ τῆς λ. [[σπαταλάω]])· οὕτω, τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Διφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 27· σπ. τὰ χρήματα Πλουτ. Περικλ. 14, πρβλ. 2. 168Α, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 20, Φιλόστρ. 223, Ἀλκίφρων 3. 34· - μεταφορ. [[ὡσαύτως]] παρὰ Δημ. 354 ἐν τέλ., ἀσπαθᾶτο [[ταῦτα]] καὶ ἐδημηγορεῖτο, - [[ἔνθα]] ἡ ἀρίστη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] ὡς φαίνεται ἡ τοῦ Σχολ. ἐσπαθᾶτο = ἐδαψιλεύετο, ἅπαντα τὰ κέρδη καὶ αἱ ὠφέλειαι ἐσπαταλήθησαν· [[οὕτως]]: ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται τὰ τῶν ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 168Α. 2) [[ὡσαύτως]] = [[ἀλαζονεύομαι]], Μένανδρ. παρὰ Φωτ. («Μισογύνης» 1). ΙΙΙ. σπ. φυτά, [[κλαδεύω]] φυτά, [[περικόπτω]], Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθᾷ· τρυφᾷ. ἀναλίσκει ἀσώτως καὶ ἀφειδῶς, ἀλαζονεύεται».
}}
}}