ἀστικός: Difference between revisions

6_10
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] städtisch, a) zur Stadt gehörig, [[λεώς]] Aesch. Eum. 951; [[βωμός]] Suppl. 496; άστικαὶ δίκαι, Prozesse unter den Bürgern, Lys. 17, 3; οἱ ἀστικοί, die Städter, so Dem. 55, 11. – b) sein gebildet, witzig, dem bäurischen, [[ἄγροικος]], entgeggstzt, Men. B. A. 454.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] städtisch, a) zur Stadt gehörig, [[λεώς]] Aesch. Eum. 951; [[βωμός]] Suppl. 496; άστικαὶ δίκαι, Prozesse unter den Bürgern, Lys. 17, 3; οἱ ἀστικοί, die Städter, so Dem. 55, 11. – b) sein gebildet, witzig, dem bäurischen, [[ἄγροικος]], entgeggstzt, Men. B. A. 454.
}}
{{ls
|lstext='''ἀστικός''': -ή, -όν, (ἄστυ) ὁ τοῦ ἄστεως, ὁ εἰς ἄστυ ἀνήκων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀγροτικός]] ἤ κατ’ ἀγρούς˙ - λεὼς ἀστικὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 997˙ βωμοὶ ὁ αὐτ. Ἱκ. 501˙ τὰ ἀστικὰ [[Διονύσια]] ([[ἐπίσης]] καλούμενα τὰ κατ’ ἄστυ) Θουκ. 5. 20, ἴδε ἐν λ. [[Διονύσια]] IV: [[ὡσαύτως]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξενικὸς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 618˙ ἀστικαὶ δίκαι, αἱ μεταξὺ ἀστῶν δίκαι, Λυσ. 148. 21. 2) ὡς οὐσιαστ. = [[ἀστός]], Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4269d. II. ὁ ἀγαπῶν τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐν πόλει βίον, Δημ. 1274. 24. 2) ὡς τὸ [[ἀστεῖος]], [[εὐγενής]], [[λεπτός]], [[ἐπίχαρις]], ἀστικά (ὡς ἐπίρρ.) Θεόκρ. 20. 4. - ἐν τοῖς χειρογρ. [[πολλάκις]] γράφεται ἀστυκός διὰ τοῦ υ, ἴδε Bremi Λυσ. περὶ δημ. ἀδικ. 3˙ - ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 171 κἑξ.
}}
}}