3,274,916
edits
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kafstikos | |Transliteration C=kafstikos | ||
|Beta Code=kaustiko/s | |Beta Code=kaustiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καυστική, καυστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of burning]], opp. [[καυστός]] ([[capable of being burnt]]), τὸ καυστὸν οὐ καίεται… ἄνευ τοῦ καυστικοῦ Arist. ''de An.''417a8, cf. ''Ph.''251a16; τὸ πῦρ φύσει κ. Phld.''Mus.''p.71 K.: Comp. [[καυστικώτερος]] [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''648b18: Sup. καυστικώτατος Id.''Cael.''307a1, Corn.''ND''32.<br><span class="bld">b</span> [[corrosive]], [[caustic]], [[δύναμις]] κ. Dsc. 2.4 (Comp.); φάρμακα κ. Gal.11.754, Zopyr. ap. Orib.14.57.1.<br><span class="bld">2</span> [[of burning]] or [[by means of burning]], βάσανοι [[LXX]] ''4 Ma.''6.27. Adv. [[καυστικῶς]], [[βλάπτειν]] Eust.70.36.<br><span class="bld">3</span> of persons, [[feverish]], Hp.''Prorrh.''1.70; also <b class="b3">τὰ καυστικά</b> = [[inflammatory]] [[humour]]s, Id.''Epid.''4.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] brennend, sengend; Arist. part. anim. 2, 2 physic. ausc. 2, 1; häufig bei Sp. – Von der Fieberhitze, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] brennend, sengend; Arist. part. anim. 2, 2 physic. ausc. 2, 1; häufig bei Sp. – Von der Fieberhitze, Hippocr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καυστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[воспламеняющий]], [[зажигающий]] (τὸ καυστὸν οὐ καίεται αὐτὸ καθ᾽ αὐτὸ [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[воспламеняющийся]], [[горючий]] (''[[sc.]]'' σώματα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], ὁ ἔχων τὴν δύναμιν εἰς τὸ καίειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καυστὸς]] (ἐπιδεκτικὸς καύσεως, δυνάμενος νὰ καίηται), τὸ καυστὸν οὐ καίεται… [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 5, 3, πρβλ. Φυσ. 8. 1, 5· Συγκρ. -ώτερος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· Ὑπερ. -ώτατος ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 6. β) [[διαβρωτικός]], [[φθοροποιός]], [[δύναμις]] κ. Διοσκ. 2. 6. 2) ἀνήκων εἰς καῦσιν, διὰ καύσεως, βάσανοι Ἑβδ. (Μακκ. ς΄, 27)· καυστικὰ φάρμακα, ἅτινα καὶ ἐσχαρωτικὰ λέγονται, Γαλην.·- Ἐπίρρ. -κῶς, βλάπτειν Εὐστ. 70. 36. 3) ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, [[διεγερτικός]], [[ἐρεθιστικός]], Ἱππ. Προρρ. 72. | |lstext='''καυστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], ὁ ἔχων τὴν δύναμιν εἰς τὸ καίειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καυστὸς]] (ἐπιδεκτικὸς καύσεως, δυνάμενος νὰ καίηται), τὸ καυστὸν οὐ καίεται… [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 5, 3, πρβλ. Φυσ. 8. 1, 5· Συγκρ. -ώτερος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· Ὑπερ. -ώτατος ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 6. β) [[διαβρωτικός]], [[φθοροποιός]], [[δύναμις]] κ. Διοσκ. 2. 6. 2) ἀνήκων εἰς καῦσιν, διὰ καύσεως, βάσανοι Ἑβδ. (Μακκ. ς΄, 27)· καυστικὰ φάρμακα, ἅτινα καὶ ἐσχαρωτικὰ λέγονται, Γαλην.·- Ἐπίρρ. -κῶς, βλάπτειν Εὐστ. 70. 36. 3) ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, [[διεγερτικός]], [[ἐρεθιστικός]], Ἱππ. Προρρ. 72. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[καυστικός]], -ή, -όν, Α και [[καυτικός]], -ή, -όν) [[καυστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να καίει, υπερβολικά [[θερμός]], [[καυτερός]] («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... [[ἄνευ]] τοῦ καυστικοῦ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[επαφή]] του με ένα [[μέρος]] του σώματος προξενεί χημική [[αλλοίωση]] και [[καταστροφή]] της οργανικής υφής τών ιστών («καυστικά φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> «καυστική [[επιφάνεια]]» — [[επιφάνεια]] που εφάπτεται στα [[σημεία]] στα οποία συγκεντρώνονται οι φωτεινές ακτίνες παράλληλης ή κωνικής δέσμης, όταν η [[δέσμη]] ανακλαστεί [[πάνω]] σε [[κάτοπτρο]] με μεγάλο [[άνοιγμα]] ή διαθλαστεί από φακό ή [[σύστημα]] φακών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[δριμύς]] στη [[γεύση]], [[αψύς]]<br /><b>2.</b> (για [[βοτάνι]] ή [[φάρμακο]]) αυτό που επιφέρει [[καυτηρίαση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που σατιρίζει με [[δηκτικότητα]] πρόσωπα και καταστάσεις, [[τσουχτερός]], [[ειρωνικός]], [[δριμύς]] («καυστική [[ειρωνεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[καύση]] ή που γίνεται με [[καύση]] («βασάνοις καυστικαῖς ἀποθνῄσκω διὰ τὸν νόμον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διαβρωτικός]], [[καταστρεπτικός]], [[φθοροποιός]] («δύναμιν καυστικοτέραν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα που έχουν πυρετό) [[ερεθιστικός]], [[διεγερτικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καυστικά</i><br />υγρά που προκαλούν [[φλόγωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καυστικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ καυστικῶς)<br />με καυστικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> με δριμύ τρόπο («τον επιτίμησε καυστικότατα»). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καυστικός -ή -όν [καυστός] koortsig; ontstoken. Hp. | |||
}} | }} |