3,253,391
edits
(13_6a) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0764.png Seite 764]] (s. [[κρεμάννυμι]]), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; [[Ἄρεος]], ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0764.png Seite 764]] (s. [[κρεμάννυμι]]), daran hängen, von Etwas herabhangen lassen, τὶ ἔκ τινος, Ar. Equ. 1363; τοῦ ποδὸς λίθον Lucill. 61 (XI, 100); εἰς ἀπάτην ἐλπίδας ἐκκρεμάσας, seine Hoffnung auf einen Betrug setzen, Anth. (I, 101). – Med., sich daran hängen, τῶν πηδαλίων Luc. Toz. 6; wie das Vorige übertr., Thuc. 7, 75; τοῦ φορείου, d. i. nebenhergehen, Plut. Ant. 58; [[Ἄρεος]], ihm ergeben, d. h. tapfer sein, Eur. El. 950. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκκρεμάννῡμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] ἔκ τινος μέρους ἢ πράγματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· τι ἔκ τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· λίθον τοῦ ποδὸς Ἀνθ. Π. 11. 100. ΙΙ. παθ., ὡς τὸ [[ἐκκρέμαμαι]], προσκολλῶμαι εἴς τινα καὶ δὲν [[θέλω]] ν’ ἀποχωρισθῶ [[αὐτοῦ]], [[μετὰ]] γεν., τῶν τε ξυσκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐς ὅσον δύναιντο Θουκ. 7.75, πρβλ. Λουκ. Τόξαρ. 6. 2) μεταφ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τι, τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, [[εἶναι]] ἀφωσιωμένα εἰς τὸν πόλεμον, Εὐρ. Ἠλ. 950. | |||
}} | }} |