λιβάζω: Difference between revisions

6_13a
(13_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] fließen lassen, träufeln, wie [[λείβω]], VLL. – Med. rinnen, fließen, von einer Quelle, ἡ [[πάρος]] εὐύδροισι λιβαζομένη προχοῇσι, Antiphan. 7 (IX, 258).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] fließen lassen, träufeln, wie [[λείβω]], VLL. – Med. rinnen, fließen, von einer Quelle, ἡ [[πάρος]] εὐύδροισι λιβαζομένη προχοῇσι, Antiphan. 7 (IX, 258).
}}
{{ls
|lstext='''λῐβάζω''': μέλλ. σω, (λιβὰς) = [[λείβω]], ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, [[σταλάζω]]. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λιβάς]]. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, [[στάζω]], Ἀνθ. Π. 9. 258.
}}
}}