διατετραίνω: Difference between revisions

6_13a
(13_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. [[διατιτράω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. [[διατιτράω]].
}}
{{ls
|lstext='''διατετραίνω''': μέλλ. -τρανέω, Ἀττ. -τρανῶ, ἢ -τρήσω· - διατρυπῶ, [[κάμνω]] ὀπὴν ἔν τινι, τι Ἡρόδ. 2, 11., 3. 12· κατὰ μέσ. ἀόρ. διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18· - ὁ Θεόφρ. (Αἰτ. Φ. 1. 17, 9) ἔχει [[διατιτραίνω]]· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς εὑρίσκομεν ἐνεστῶτα διατιτράω, Ἀππ. Καρχ. 8. 122· καὶ μετοχὴ ὡς ἐκ τοῦ διατίτρημι, διατιτράντες ὁδοὺς Δίων Κ. 69. 12.
}}
}}