χαυνόω: Difference between revisions

1,077 bytes added ,  5 August 2017
6_14
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1341.png Seite 1341]] schlaff, lose, schwammig machen, u. übtr. = aufblähen; χαυνοῦσα τὸ [[στόμα]] τοῖς στρουθίοις ὁμοίως Ephipp. bei Ath. VIII, 363, vgl. 572 f, von einem weichen Kusse; – stolz u. aufgeblasen machen, pass. sich aufblähen, stolz sein; αἵ μοι λέγουσαι τούσδ' ἐχαύνωσαν λόγους Eur. Andr. 932; pass. bei Arist. virt et vit. 7, 5; Pol. 6, 57, 7. 16, 21, 12 u. Sp., wie Plut.; ἐχαυνώθη καρδίην Babr. 77, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1341.png Seite 1341]] schlaff, lose, schwammig machen, u. übtr. = aufblähen; χαυνοῦσα τὸ [[στόμα]] τοῖς στρουθίοις ὁμοίως Ephipp. bei Ath. VIII, 363, vgl. 572 f, von einem weichen Kusse; – stolz u. aufgeblasen machen, pass. sich aufblähen, stolz sein; αἵ μοι λέγουσαι τούσδ' ἐχαύνωσαν λόγους Eur. Andr. 932; pass. bei Arist. virt et vit. 7, 5; Pol. 6, 57, 7. 16, 21, 12 u. Sp., wie Plut.; ἐχαυνώθη καρδίην Babr. 77, 8.
}}
{{ls
|lstext='''χαυνόω''': μέλλ. -ώσω. [[κάμνω]] τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ [[εἶναι]] = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ [[στόμα]] κατὰ τὸ [[φίλημα]]· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., [[γίνομαι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ [[νοῦς]] ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· [[κόραξ]] καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.
}}
}}