ἀπορράπτω: Difference between revisions

6_14
(3)
 
(6_14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)porra/ptw
|Beta Code=a)porra/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sew up again</b>, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα <span class="bibl">Hdt.1.123</span>: metaph., τὸ στόμα τινός <span class="bibl">Aeschin.2.21</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.476</span>; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sew up again</b>, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα <span class="bibl">Hdt.1.123</span>: metaph., τὸ στόμα τινός <span class="bibl">Aeschin.2.21</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.476</span>; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀπορράπτω''': μέλλ. -ψω, [[ῥάπτω]] [[πάλιν]], λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε [[βιβλίον]]... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· [[ῥάπτω]] τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476.
}}
}}