3,274,159
edits
(6_14) |
(1ab) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκθνήσκω''': μέλλ.: -θᾰνοῦμαι: ἀόρ. ἐξέθᾰνον: - [[γίνομαι]] ὡς ἀποθαμμένος, σχεδὸν [[ἀποθνήσκω]], γέλῳ (ἀντὶ γέλωτι) ἔκθανον «ἀπέθανον ἀπὸ τὰ γέλια», Ὀδ. Σ. 100 (ὡς παρὰ Τερεντίῳ, risu emori) γέλωτι … ἐκθανούμενος Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 2· ὁρῶντες ἐξέθνησκον ἐπὶ τῷ πράγματι Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 7· ὑπὸ γέλωτος ἐκθ. Πλούτ. 2. 54C· μικροῦ ἐξέθανον ὑπὸ τοῦ δέους, παρ’ ὀλίγον ν’ ἀποθάνω ἐκ τοῦ φόβου, Λουκ. Ἱκαρομ. 23, κτλ. 2) [[πίπτω]] εἰς λιποθυμίαν ὁμοίαν θανάτῳ, λιποθυμῶ, ἐξέθανον, [[ὥστε]] τεθνάναι δοκέειν Ἱππ. 1153Ε· ἀντίθετον τῷ [[ὄντως]] τεθνηκέναι Πλάτ. Νόμ. 959Α· καὶ τῷ ἀποθνήσκειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8 πρβλ. Προβλ. 33. 9: - οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 568 (ἂν καὶ ὁ Νέσσος ἀληθῶς ἀπέθνησκε) τὸ ἐκθνήσκων δύναται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη του σημασίαν, λιποθυμῶν θανασίμως, πλησιάζων νὰ ἀποθάνῃ. 3) νεκροῦμαι, καὶ φλεγμαῖνον ἐκτέθνηκεν Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. τρωμ. 911. ΙΙ. μεταγεν. = [[ἀποθνήσκω]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Δίων Κ. 48. 37. | |lstext='''ἐκθνήσκω''': μέλλ.: -θᾰνοῦμαι: ἀόρ. ἐξέθᾰνον: - [[γίνομαι]] ὡς ἀποθαμμένος, σχεδὸν [[ἀποθνήσκω]], γέλῳ (ἀντὶ γέλωτι) ἔκθανον «ἀπέθανον ἀπὸ τὰ γέλια», Ὀδ. Σ. 100 (ὡς παρὰ Τερεντίῳ, risu emori) γέλωτι … ἐκθανούμενος Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 2· ὁρῶντες ἐξέθνησκον ἐπὶ τῷ πράγματι Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 7· ὑπὸ γέλωτος ἐκθ. Πλούτ. 2. 54C· μικροῦ ἐξέθανον ὑπὸ τοῦ δέους, παρ’ ὀλίγον ν’ ἀποθάνω ἐκ τοῦ φόβου, Λουκ. Ἱκαρομ. 23, κτλ. 2) [[πίπτω]] εἰς λιποθυμίαν ὁμοίαν θανάτῳ, λιποθυμῶ, ἐξέθανον, [[ὥστε]] τεθνάναι δοκέειν Ἱππ. 1153Ε· ἀντίθετον τῷ [[ὄντως]] τεθνηκέναι Πλάτ. Νόμ. 959Α· καὶ τῷ ἀποθνήσκειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8 πρβλ. Προβλ. 33. 9: - οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 568 (ἂν καὶ ὁ Νέσσος ἀληθῶς ἀπέθνησκε) τὸ ἐκθνήσκων δύναται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη του σημασίαν, λιποθυμῶν θανασίμως, πλησιάζων νὰ ἀποθάνῃ. 3) νεκροῦμαι, καὶ φλεγμαῖνον ἐκτέθνηκεν Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. τρωμ. 911. ΙΙ. μεταγεν. = [[ἀποθνήσκω]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Δίων Κ. 48. 37. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only aor. [[ἔκθανον]] [[γέλῳ]], died a-laughing, Od. 18.100†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκθνῄσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κοντά]] στον θάνατο<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] τον θάνατο, θανατώνομαι<br /><b>3.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) απονεκρώνομαι<br /><b>4.</b> [[λιποθυμώ]]<br /><b>5.</b> [[πεθαίνω]] από υπερβολική [[χαρά]] ή [[λύπη]]<br /><b>6.</b> [[φοβάμαι]] [[κάτι]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -θᾰνοῦμαι aor2 ἐξέθᾰνον<br /><b class="num">1.</b> to die [[away]], [[γέλῳ]] (for γέλωτἰ [[ἔκθανον]] were like to die with laughing, Od.<br /><b class="num">2.</b> to be in a [[death]]-like [[swoon]], be at the [[point]] of [[death]], Soph. | |||
}} | }} |