σκυτοτόμος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτοτόμος''': ὁ, (√ΤΕΜ, [[τέμνω]]) ὁ κόπτων δέρματα, ἐργαζόμενος εἰς δέρματα, Ἰλ. Η. 221, Πλάτ. Πολ. 601C, Ξεν., κλπ.· [[μάλιστα]] δὲ [[ὑποδηματοποιός]], ἢ διορθωτὴς παλαιῶν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 740, Λυσ. 414, Πλάτ. Γοργ. 447D, κ. ἀλλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λωροτόμος]], [[σκηνορράφος]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
|lstext='''σκῡτοτόμος''': ὁ, (√ΤΕΜ, [[τέμνω]]) ὁ κόπτων δέρματα, ἐργαζόμενος εἰς δέρματα, Ἰλ. Η. 221, Πλάτ. Πολ. 601C, Ξεν., κλπ.· [[μάλιστα]] δὲ [[ὑποδηματοποιός]], ἢ διορθωτὴς παλαιῶν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 740, Λυσ. 414, Πλάτ. Γοργ. 447D, κ. ἀλλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λωροτόμος]], [[σκηνορράφος]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui taille du cuir ; ὁ [[σκυτοτόμος]] :<br /><b>1</b> ouvrier en cuir <i>en gén.</i><br /><b>2</b> cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκῦτος]], [[τέμνω]].
}}
}}