συγκυκάω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκῠκάω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, [[συνταράσσω]], τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531· ἀναμιγνύω καὶ [[συγχέω]], ὁ Ζεύς... βούλεται ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς συγκυκήσας [[τρύβλιον]]... ἐν [[βάραθρον]] ἐμβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1107· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, φέροντες σύγχυσιν, Πλάτ. Νόμ. 669D.
|lstext='''συγκῠκάω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, [[συνταράσσω]], τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531· ἀναμιγνύω καὶ [[συγχέω]], ὁ Ζεύς... βούλεται ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς συγκυκήσας [[τρύβλιον]]... ἐν [[βάραθρον]] ἐμβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1107· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, φέροντες σύγχυσιν, Πλάτ. Νόμ. 669D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mêler, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κυκάω]].
}}
}}