διαστρατηγέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστρᾰτηγέω''': ὑπηρετῶ ὡς [[στρατηγός]], [[ἀναλαμβάνω]] τὰ καθήκοντα στρατηγοῦ, Πλούτ. Φωκ. 25. ΙΙ. μεταβ., δ. τινα, [[ὑπερβάλλω]] τινὰ ὡς [[στρατηγός]], Πολύβ. 22. 22, 9. 2) δ. τι, [[μετέρχομαι]] στρατηγήματα, [[καταφεύγω]] εἰς στρατηγήματα, ὁ αὑτ. 16. 37. 1. 3) δ. πόλεμον, [[φέρω]] πόλεμον εἰς τὸ [[τέλος]], Πλούτ. Σύλλ. 23· δ. τὰν ἀρχὰν Πῶλος παρὰ Στοβ. 9. 54. 4) ἐν Ρώμη, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[τέλος]] τοῦ ὡρισμένου διὰ τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ πραίτωρος χρόνου, Δίων Κ. 54. 33.
|lstext='''διαστρᾰτηγέω''': ὑπηρετῶ ὡς [[στρατηγός]], [[ἀναλαμβάνω]] τὰ καθήκοντα στρατηγοῦ, Πλούτ. Φωκ. 25. ΙΙ. μεταβ., δ. τινα, [[ὑπερβάλλω]] τινὰ ὡς [[στρατηγός]], Πολύβ. 22. 22, 9. 2) δ. τι, [[μετέρχομαι]] στρατηγήματα, [[καταφεύγω]] εἰς στρατηγήματα, ὁ αὑτ. 16. 37. 1. 3) δ. πόλεμον, [[φέρω]] πόλεμον εἰς τὸ [[τέλος]], Πλούτ. Σύλλ. 23· δ. τὰν ἀρχὰν Πῶλος παρὰ Στοβ. 9. 54. 4) ἐν Ρώμη, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[τέλος]] τοῦ ὡρισμένου διὰ τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ πραίτωρος χρόνου, Δίων Κ. 54. 33.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’ingérer dans la fonction de général;<br /><b>2</b> diriger comme général.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στρατηγέω]].
}}
}}