3,273,762
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκικός''': -ή, -όν, = [[σάρκινος]] Ι ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[πνευματικός]], Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802. | |lstext='''σαρκικός''': -ή, -όν, = [[σάρκινος]] Ι ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, [[ὑλικός]], ἀντίθετον τῷ [[πνευματικός]], Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> qui concerne la chair, charnel;<br /><b>3</b> adonné à la chair, sensuel.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]]. | |||
}} | }} |