ἐνάλιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνάλιος''': ᾰ, α, ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἀνδρ. 855, Ἑλ. 526˙ Ἐπ. καὶ Λυρ. [[ὡσαύτως]]: [[εἰνάλιος]] (ἅλς): - [[θαλάσσιος]], Λατ. marinus, [[κῆτος]], κορῶναι Ὀδ. Δ. 443, Ε. 67, κτλ.˙ νομὸς Ἀρχίλ. 69˙ ἅτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ὣς [[ὑπὲρ]] [[ἕρκος]] ἅλμας, [[καθότι]] ὡς ὁ φελλὸς ἐπιπλέει ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς θαλάσσης, τῆς σαγήνης πονούσης ἐν τῷ βάθει πρὸς σύλληψιν ἰχθύων, οὕτω [[κἀγὼ]] ἀβάπτιστός εἰμι μένων ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ, Πινδ. Π. 2. 144, πρβλ. Θεόφρ. 21. 39Ϗ ἐν. πόροι Αἰσχύλ. Πέρσ. 453˙ [[ἐνάλιος]] [[θεός]], ὁ [[Ποσειδῶν]], Σοφ. Ο. Κ. 888, 1497, Εὐρ.˙ [[ἐνάλιος]] [[λεώς]], ναῦται, Σοφ. Αἴ. 565˙ πόντου εἰναλία [[φύσις]], οἱ ἰχθύες, ὁ αὐτ. Ἀντιγ. 346˙ ἐπὶ νήσων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239˙ ἐν. [[χθών]], περὶ τῆς Τύρου, Εὐρ. Φοίν. 6: - ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἐν. νῆσοι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1˙ δίαιται Πλουτ. Λυκ. 39.
|lstext='''ἐνάλιος''': ᾰ, α, ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἀνδρ. 855, Ἑλ. 526˙ Ἐπ. καὶ Λυρ. [[ὡσαύτως]]: [[εἰνάλιος]] (ἅλς): - [[θαλάσσιος]], Λατ. marinus, [[κῆτος]], κορῶναι Ὀδ. Δ. 443, Ε. 67, κτλ.˙ νομὸς Ἀρχίλ. 69˙ ἅτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ὣς [[ὑπὲρ]] [[ἕρκος]] ἅλμας, [[καθότι]] ὡς ὁ φελλὸς ἐπιπλέει ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς θαλάσσης, τῆς σαγήνης πονούσης ἐν τῷ βάθει πρὸς σύλληψιν ἰχθύων, οὕτω [[κἀγὼ]] ἀβάπτιστός εἰμι μένων ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ, Πινδ. Π. 2. 144, πρβλ. Θεόφρ. 21. 39Ϗ ἐν. πόροι Αἰσχύλ. Πέρσ. 453˙ [[ἐνάλιος]] [[θεός]], ὁ [[Ποσειδῶν]], Σοφ. Ο. Κ. 888, 1497, Εὐρ.˙ [[ἐνάλιος]] [[λεώς]], ναῦται, Σοφ. Αἴ. 565˙ πόντου εἰναλία [[φύσις]], οἱ ἰχθύες, ὁ αὐτ. Ἀντιγ. 346˙ ἐπὶ νήσων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239˙ ἐν. [[χθών]], περὶ τῆς Τύρου, Εὐρ. Φοίν. 6: - ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἐν. νῆσοι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1˙ δίαιται Πλουτ. Λυκ. 39.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui est <i>ou</i> vit dans la mer;<br /><b>2</b> qui vit sur mer;<br /><b>3</b> qui concerne la mer <i>ou</i> les marins : [[ἐνάλιος]] [[θεός]] SOPH le dieu de la mer <i>ou</i> des marins (Poséidon).<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅλς]]¹.
}}
}}