ἀντιπλέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] [[ἐναντίον]] τοῦ ἐχθροῦ, οἱ δὲ... [[μετὰ]] τῶν Ἀττικῶν νεῶν καὶ αὐτοὶ ἀντέπλεον Θουκ. 1. 50, 54· ἀντ. ἀνέμοισιν Ψευδο-Φωκυλ. 113.
|lstext='''ἀντιπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] [[ἐναντίον]] τοῦ ἐχθροῦ, οἱ δὲ... [[μετὰ]] τῶν Ἀττικῶν νεῶν καὶ αὐτοὶ ἀντέπλεον Θουκ. 1. 50, 54· ἀντ. ἀνέμοισιν Ψευδο-Φωκυλ. 113.
}}
{{bailly
|btext=s’avancer sur mer contre (l’ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πλέω]].
}}
}}