ἀνδραποδώδης: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρᾰποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]], [[ποταπός]], ἀντίθ. τῷ [[ἐλευθέριος]]. (Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 5), [[ἀρετὴ]] Πλάτ. Φαίδων 69B· [[ἄγροικος]] ... καὶ ἀνδρ. ὁ αὐτ. Νόμ. 880· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 2. 22· [[θηριώδης]] καὶ ἀνδρ. Πλάτ. Πολ. 430Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8., 11, 3, κτλ., ἀνδρ. [[θρίξ]], βραχεῖα καὶ ἠμελημένη [[κόμη]], οἵα ἡ τῶν ἀνδραπόδων, [[ἐντεῦθεν]] μεταφ., ἔτι τὴν ἀνδρ. [[τρίχα]] ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 120B. -Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ. Συμπ. 215E.
|lstext='''ἀνδρᾰποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]], [[ποταπός]], ἀντίθ. τῷ [[ἐλευθέριος]]. (Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 5), [[ἀρετὴ]] Πλάτ. Φαίδων 69B· [[ἄγροικος]] ... καὶ ἀνδρ. ὁ αὐτ. Νόμ. 880· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 2. 22· [[θηριώδης]] καὶ ἀνδρ. Πλάτ. Πολ. 430Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8., 11, 3, κτλ., ἀνδρ. [[θρίξ]], βραχεῖα καὶ ἠμελημένη [[κόμη]], οἵα ἡ τῶν ἀνδραπόδων, [[ἐντεῦθεν]] μεταφ., ἔτι τὴν ἀνδρ. [[τρίχα]] ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 120B. -Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ. Συμπ. 215E.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> d’esclave;<br /><b>2</b> servile, digne d’un esclave, grossier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]], -ωδης.
}}
}}