εὐσταθής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστᾰθής''': -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): [[καλῶς]] τεθεμελιωμένος, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., [[σταθερός]], [[σοβαρός]], Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς [[κατάστημα]] Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ [[εὐσταθέω]], [[εὐστάθεια]]. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ [[Ζέφυρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) [[καθόλου]], [[σταθερός]], [[ἥσυχος]], [[βίος]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ [[ἁρμονία]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.
|lstext='''εὐστᾰθής''': -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): [[καλῶς]] τεθεμελιωμένος, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., [[σταθερός]], [[σοβαρός]], Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς [[κατάστημα]] Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ [[εὐσταθέω]], [[εὐστάθεια]]. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ [[Ζέφυρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) [[καθόλου]], [[σταθερός]], [[ἥσυχος]], [[βίος]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ [[ἁρμονία]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋσταθής]];<br />ής, ές :<br /><b>I.</b> bien établi, ferme, fixe, solide;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> stable;<br /><b>2</b> <i>chez les Épicuriens en parl. du corps</i> consistant;<br /><b>3</b> équilibré, sain de corps et d’âme, d’un caractère calme <i>ou</i> rassis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἵστημι]].
}}
}}