ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηγεμόνευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, [[ἄνευ]] ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς [[ἀνηγεμόνευτος]] Μ. Ἀντων. 12.14.
|lstext='''ἀνηγεμόνευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, [[ἄνευ]] ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς [[ἀνηγεμόνευτος]] Μ. Ἀντων. 12.14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans guide, sans maître.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἡγεμονεύω]].
}}
}}