ἔφηλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔφηλος''': -ον, ([[ἧλος]]) καρφωμένος ἐπί τινος ἢ εἴς τι, Σουΐδ. ΙΙ. ἔχων λευκὸν [[στίγμα]], [[ὀφθαλμός]] Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ὀφθαλμοῖσιν [[ἔφηλος]] Ποιητ. ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ. 714. 6, Φώτ.
|lstext='''ἔφηλος''': -ον, ([[ἧλος]]) καρφωμένος ἐπί τινος ἢ εἴς τι, Σουΐδ. ΙΙ. ἔχων λευκὸν [[στίγμα]], [[ὀφθαλμός]] Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ὀφθαλμοῖσιν [[ἔφηλος]] Ποιητ. ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ. 714. 6, Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une tache blanche sur l’œil.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἥλιος]].
}}
}}