3,274,917
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλισθάνω''': ([[ὡσαύτως]] -αίνω Ἀριστ. Προβλ. 24. 1. 25. 11, Πολύβ., κλ., ἀλλ’. [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1398, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491, ἂν καὶ [[σποράδην]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Πλάτ. Λύσ. 216C)· - μέλλ. ὀλισθήσω Ἑβδ. Νόνν.· -πρκμ. ὠλίσθηκα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823 ἐν τέλ. 829 ἐν τέλ.· - ἀόρ. α΄ [[ὠλίσθησα]], Ἀνθ. Π. 9. 125, Στράβ., κτλ.· μετοχ. θηλ. ὀλισθήσασα, Νικ. Ἀποσπ. 2. 55 ([[ὅπερ]] πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ ὀλισθήνασα. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 89), πρβλ. Λοβ. Φρύν. 742· ἀλλὰ τοῖς δοκίμοις ἀείποτε ἀόρ. β΄ ὤλισθον: μετοχ. [[ὀλισθών]]: ἀπαρ. ὀλισθεῖν· - ὁ Ὅμ. χρῆται τῇ λέξει μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κατὰ γ΄ ἑν. [[πρόσωπον]] τοῦ ἀορ. β΄ ὄλισθε, [[ἄνευ]] αὐξήσ· (ἴδε ἐν τέλ.) «Γλιστρῶ», ἔνθ’ [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων Ἰλ. Ψ. 774· ἐκ δὲ οἱ [[ἧπαρ]] ὄλισθε, ἔπεσε τὸ [[ἧπαρ]] ἐξ [[αὐτοῦ]], Υ. 470· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, ἐγλύστρισεν ἐκ. Σοφ. Ἠλ. 746· [[οὕτως]], ὀλ. τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]] Ἀριστ. Μηχαν. 21, 1.· νηὸς ὀλισθὼν Ἀνθ. Π. 9. 267· ὀλ. εἵσω, ἔξω, ἐπὶ ὀστοῦ ἐξερχομένου ἐκ τοῦ ἁρμοῦ πρὸς τὰ ἔσω ἢ πρὸς τὰ ἔξω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 776· - θαυμαστὰ γὰρ τὸ [[τόξον]] ὡς ὀλισθάνει, «γλιστρᾷ», χάνει τὴν δύναμίν του, Σοφ. Ἀποσπ. 963· - μεταφορ., ὀλ. εἰς νοῦσον Ἀνθ. Π.7. 233· ἐς Ἅιδου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 587· ἐκ ζωῆς αὐτόθ. 155· καὶ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[πίπτω]], [[ἁμαρτάνω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 690. 2) «γλιστρῶ», [[τρέχω]] εὐκόλως, ῥέω, ἡ [[γλῶττα]] ὀλ. ἐν τῷ λάβδᾳ Πλάτ. Κρατ. 427Β· [[βέλος]] διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Θεόκρ. 25. 230. ΙΙ. Μεταβ. κατ’ ἐνεστ., ἐξαρθρῶ, στραγγουλίζω δι’ ὀλισθήματος, ὠλισθήκει τὸν γλουτὸν Φιλόστρ. 129. 2) [[κάμνω]] νὰ ὀλισθήσῃ τις, τινὰ Νείλου Παραινέσ. 50. (Ἴσως ἐκ τῆς √ΛΙΣ, [[λισσός]], [[λεῖος]], [[ὥστε]] τὸ ὁ- [[εἶναι]] εὐφων. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530. | |lstext='''ὀλισθάνω''': ([[ὡσαύτως]] -αίνω Ἀριστ. Προβλ. 24. 1. 25. 11, Πολύβ., κλ., ἀλλ’. [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1398, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491, ἂν καὶ [[σποράδην]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Πλάτ. Λύσ. 216C)· - μέλλ. ὀλισθήσω Ἑβδ. Νόνν.· -πρκμ. ὠλίσθηκα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823 ἐν τέλ. 829 ἐν τέλ.· - ἀόρ. α΄ [[ὠλίσθησα]], Ἀνθ. Π. 9. 125, Στράβ., κτλ.· μετοχ. θηλ. ὀλισθήσασα, Νικ. Ἀποσπ. 2. 55 ([[ὅπερ]] πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ ὀλισθήνασα. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 89), πρβλ. Λοβ. Φρύν. 742· ἀλλὰ τοῖς δοκίμοις ἀείποτε ἀόρ. β΄ ὤλισθον: μετοχ. [[ὀλισθών]]: ἀπαρ. ὀλισθεῖν· - ὁ Ὅμ. χρῆται τῇ λέξει μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κατὰ γ΄ ἑν. [[πρόσωπον]] τοῦ ἀορ. β΄ ὄλισθε, [[ἄνευ]] αὐξήσ· (ἴδε ἐν τέλ.) «Γλιστρῶ», ἔνθ’ [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων Ἰλ. Ψ. 774· ἐκ δὲ οἱ [[ἧπαρ]] ὄλισθε, ἔπεσε τὸ [[ἧπαρ]] ἐξ [[αὐτοῦ]], Υ. 470· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, ἐγλύστρισεν ἐκ. Σοφ. Ἠλ. 746· [[οὕτως]], ὀλ. τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]] Ἀριστ. Μηχαν. 21, 1.· νηὸς ὀλισθὼν Ἀνθ. Π. 9. 267· ὀλ. εἵσω, ἔξω, ἐπὶ ὀστοῦ ἐξερχομένου ἐκ τοῦ ἁρμοῦ πρὸς τὰ ἔσω ἢ πρὸς τὰ ἔξω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 776· - θαυμαστὰ γὰρ τὸ [[τόξον]] ὡς ὀλισθάνει, «γλιστρᾷ», χάνει τὴν δύναμίν του, Σοφ. Ἀποσπ. 963· - μεταφορ., ὀλ. εἰς νοῦσον Ἀνθ. Π.7. 233· ἐς Ἅιδου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 587· ἐκ ζωῆς αὐτόθ. 155· καὶ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[πίπτω]], [[ἁμαρτάνω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 690. 2) «γλιστρῶ», [[τρέχω]] εὐκόλως, ῥέω, ἡ [[γλῶττα]] ὀλ. ἐν τῷ λάβδᾳ Πλάτ. Κρατ. 427Β· [[βέλος]] διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Θεόκρ. 25. 230. ΙΙ. Μεταβ. κατ’ ἐνεστ., ἐξαρθρῶ, στραγγουλίζω δι’ ὀλισθήματος, ὠλισθήκει τὸν γλουτὸν Φιλόστρ. 129. 2) [[κάμνω]] νὰ ὀλισθήσῃ τις, τινὰ Νείλου Παραινέσ. 50. (Ἴσως ἐκ τῆς √ΛΙΣ, [[λισσός]], [[λεῖος]], [[ὥστε]] τὸ ὁ- [[εἶναι]] εὐφων. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὀλισθήσω, <i>ao.2</i> [[ὤλισθον]], <i>postér. ao.</i> [[ὠλίσθησα]], <i>pf.</i> [[ὠλίσθηκα]];<br />glisser, tomber en glissant : [[ἐξ]] ἀντύγων SOPH glisser du rebord d’un char.<br />'''Étymologie:''' p. *ὀγλισθάνω, du th. ὀγλιτ-, γλιτ- ; cf. <i>lat.</i> glisco. | |||
}} | }} |