ἄβουλος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄβουλος''': -ον, (βουλὴ) [[ἀσυλλόγιστος]], κακῶς σκεφθείς, -[[ἀνήρ]], Σοφ. Ἀντ. 1026 κτλ.: τέκνοισι Ζῆν ἄβουλον εἶδεν, [[μηδόλως]] περὶ αὐτῶν σκεπτόμενον, ὁ αὐτ. Τρ. 140. -[[πόλις]], Οἰδ. Κ. 944. - [[στάσις]] γλώσσης, Οἰδ. Τ. 634. συγκρ. -ότεροι, Θουκ. 1, 120, 7. 2) = [[κακόβουλος]], δύσβουλος, Σοφ. Ἠλ. 546. - ἐπίρρ. ως, Ἡρόδ. 3, 71: οὐκ ἀβ. Φερεκρ. Τυρ. 1, 6: ὑπερθ. -ότατα Ἡρόδ. 7. 9, 2.
|lstext='''ἄβουλος''': -ον, (βουλὴ) [[ἀσυλλόγιστος]], κακῶς σκεφθείς, -[[ἀνήρ]], Σοφ. Ἀντ. 1026 κτλ.: τέκνοισι Ζῆν ἄβουλον εἶδεν, [[μηδόλως]] περὶ αὐτῶν σκεπτόμενον, ὁ αὐτ. Τρ. 140. -[[πόλις]], Οἰδ. Κ. 944. - [[στάσις]] γλώσσης, Οἰδ. Τ. 634. συγκρ. -ότεροι, Θουκ. 1, 120, 7. 2) = [[κακόβουλος]], δύσβουλος, Σοφ. Ἠλ. 546. - ἐπίρρ. ως, Ἡρόδ. 3, 71: οὐκ ἀβ. Φερεκρ. Τυρ. 1, 6: ὑπερθ. -ότατα Ἡρόδ. 7. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> irréfléchi, imprudent, sot, déraisonnable;<br /><b>2</b> indifférent à, τινι;<br /><b>3</b> contraire, hostile à.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βουλή]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὔβουλος]].
}}
}}