ἀναπέμπω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπέμπω''': ποιητ. ἀμπ-: (ἴδε [[πέμπω]]): - [[πέμπω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[κάτωθεν]] Αἰσχύλ. Χο. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 585· Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... ἀν. Πινδ. Π.1.48· χθὼν ἠρινὰ φύλλ’ ἀν. [[αὐτόθι]] 9. 82· παντοῖα φύματα Πλάτ. Τίμ. 85G· ἐπὶ παντὸς πράγματος ἰσχυρὰν ὀσμὴν ἔχοντος, Φιλοστρ. Ἡρωικ. σ. 313, Βοασσ.: - Μέσ., [[πέμπω]] παρ’ ἐμοῦ, ἐκ μέρους μου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 5. 2) [[πέμπω]] εἰς ὑψηλότερον [[μέρος]] ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀσίας, ἀν. ὡς βασιλέα Θουκ. 2. 67, Ξεν. Κύρ. 7.5, 34, πρβλ. Ἰσοκρ. 179Β (πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙ. 3, [[ἀνάβασις]]): εἰς τὴν μητρόπολιν, τὴν πρωτεύουσαν, Πολύβ. 1. 7, 12, κτλ. 3) [[ἀνάγω]] εἴς τινα τὴν καταγωγήν μου, τὸ γὰρ γένος εἰς ταύτην (τὴν Ἀφροδίτην) ἀναπέμποντες Διόδ. 4. 83. ΙΙ. [[πέμπω]] [[ὀπίσω]], Πινδ. Ι. 7(6), 16. 2) [[ἀναφέρω]], [[ἀνάγω]] τι εἴς τινα, Εὐσ. π. τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρ. 2. 3.
|lstext='''ἀναπέμπω''': ποιητ. ἀμπ-: (ἴδε [[πέμπω]]): - [[πέμπω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[κάτωθεν]] Αἰσχύλ. Χο. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 585· Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... ἀν. Πινδ. Π.1.48· χθὼν ἠρινὰ φύλλ’ ἀν. [[αὐτόθι]] 9. 82· παντοῖα φύματα Πλάτ. Τίμ. 85G· ἐπὶ παντὸς πράγματος ἰσχυρὰν ὀσμὴν ἔχοντος, Φιλοστρ. Ἡρωικ. σ. 313, Βοασσ.: - Μέσ., [[πέμπω]] παρ’ ἐμοῦ, ἐκ μέρους μου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 5. 2) [[πέμπω]] εἰς ὑψηλότερον [[μέρος]] ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀσίας, ἀν. ὡς βασιλέα Θουκ. 2. 67, Ξεν. Κύρ. 7.5, 34, πρβλ. Ἰσοκρ. 179Β (πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙ. 3, [[ἀνάβασις]]): εἰς τὴν μητρόπολιν, τὴν πρωτεύουσαν, Πολύβ. 1. 7, 12, κτλ. 3) [[ἀνάγω]] εἴς τινα τὴν καταγωγήν μου, τὸ γὰρ γένος εἰς ταύτην (τὴν Ἀφροδίτην) ἀναπέμποντες Διόδ. 4. 83. ΙΙ. [[πέμπω]] [[ὀπίσω]], Πινδ. Ι. 7(6), 16. 2) [[ἀναφέρω]], [[ἀνάγω]] τι εἴς τινα, Εὐσ. π. τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρ. 2. 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναπέμψω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> envoyer en haut, faire monter;<br /><b>2</b> envoyer de la côte dans l’intérieur;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) éloigner, repousser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναπέμπομαι éloigner de soi, congédier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πέμπω]].
}}
}}