βιοτή: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιοτή''': ἡ, Λατ. vita, = [[βίοτος]], [[βίος]] Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.
|lstext='''βιοτή''': ἡ, Λατ. vita, = [[βίοτος]], [[βίος]] Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vie;<br /><b>2</b> moyens d’existence, <i>particul.</i> aliments.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βίοτος]].
}}
}}