3,273,800
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1). | |lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]]. | |||
}} | }} |