ἀναντίρρητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναντίρρητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντίρρησιν, [[ἀναμφισβήτητος]], Πολύβ. 6. 7, 7., 28. 11, 4: [[ἀναμφίλογος]], [[ἐναργής]], Λόγοι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 160. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 23. 8, 11.
|lstext='''ἀναντίρρητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντίρρησιν, [[ἀναμφισβήτητος]], Πολύβ. 6. 7, 7., 28. 11, 4: [[ἀναμφίλογος]], [[ἐναργής]], Λόγοι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 160. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 23. 8, 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contester <i>ou</i> contredire.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀντί]], [[ῥητός]].
}}
}}