3,273,734
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε. | |lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />resserrement, condensation.<br />'''Étymologie:''' [[συμπιλέω]]. | |||
}} | }} |