3,276,901
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑασμός''': ὁ, [[διάταξις]] [[χιοειδής]], [[μάλιστα]] τῶν προτάσεων περιόδου, [[ὥστε]] ἡ α΄ νὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν δ΄ καὶ ἡ β΄ πρὸς τὴν γ΄, Ρήτορες (Waltz) τ. 3. σ. 157, Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 124 Ὀξ., πρβλ. Λατ. decusis ([[ἐπειδὴ]] τὸ Χ= decem, decusso. 2) χιοειδὴς ἐντομὴ ἐν τῇ χειρουργικῇ, Ἀρχ. Χειρουργ. 125. | |lstext='''χῑασμός''': ὁ, [[διάταξις]] [[χιοειδής]], [[μάλιστα]] τῶν προτάσεων περιόδου, [[ὥστε]] ἡ α΄ νὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν δ΄ καὶ ἡ β΄ πρὸς τὴν γ΄, Ρήτορες (Waltz) τ. 3. σ. 157, Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 124 Ὀξ., πρβλ. Λατ. decusis ([[ἐπειδὴ]] τὸ Χ= decem, decusso. 2) χιοειδὴς ἐντομὴ ἐν τῇ χειρουργικῇ, Ἀρχ. Χειρουργ. 125. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />disposition en croix, <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>t. de rhét.</i> chiasme;<br /><b>2</b> <i>t. de méd.</i> incision en croix.<br />'''Étymologie:''' [[χιάζω]]². | |||
}} | }} |