3,277,055
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξίφος''': [ῐ], Αἰολ. [[σκίφος]] (πρβλ. ξιφίας), εος, τό· - ὡς καὶ νῦν, Ὅμηρ., [[ὅστις]] παριστάνει αὐτὸ ὡς μέγα καὶ κοπτερὸν ἢ ὀξύ, μέγα, ὀξὺ Ἰλ. Α. 194., Δ. 530, κτλ.· ὡς δίστομον, ἄμφηκες Φ. 118, Ὀδ. ΙΙ. 80· κατεσκευάζετο δὲ ἐκ χαλκοῦ καὶ ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὤμου διὰ τοῦ τελαμῶνος, Ἰλ. Β. 45., Γ. 18, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. δὲν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ ξίφους καὶ τῶν λέξεων ἄορ καὶ [[φάσγανον]], Ὀδ. Λ. 24, 48, 82, πρβλ. Κ. 294, 331· - ἀλλὰ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τῆς μαχαίρας, (ἴδε ἐν λ.). ΙΙ. τὸ ἐν τῇ τευθίδι ξιφοειδὲς [[ὀστοῦν]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, π. Ζ. Μορ. 2.8, 8. 2) = ξιφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 306. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι (πρβλ. [[ξιφίον]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 1. (Πιθ. ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[σκίφος]] ἦν ὁ ἀρχαιότατος, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδιν. skaf-a ([[ξυρίζω]], ξέω, ῥυκανίζω), Ἀρχ. Γρμ. scab-a ([[ῥυκάνη]]), καὶ ἴδε Ξ, ξ. ΙΙ. 1, ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ξίφαι ὡς σημαῖνον τὴν σιδηρᾶν λεπίδα τῆς ῥυκάνης). | |lstext='''ξίφος''': [ῐ], Αἰολ. [[σκίφος]] (πρβλ. ξιφίας), εος, τό· - ὡς καὶ νῦν, Ὅμηρ., [[ὅστις]] παριστάνει αὐτὸ ὡς μέγα καὶ κοπτερὸν ἢ ὀξύ, μέγα, ὀξὺ Ἰλ. Α. 194., Δ. 530, κτλ.· ὡς δίστομον, ἄμφηκες Φ. 118, Ὀδ. ΙΙ. 80· κατεσκευάζετο δὲ ἐκ χαλκοῦ καὶ ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὤμου διὰ τοῦ τελαμῶνος, Ἰλ. Β. 45., Γ. 18, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. δὲν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ ξίφους καὶ τῶν λέξεων ἄορ καὶ [[φάσγανον]], Ὀδ. Λ. 24, 48, 82, πρβλ. Κ. 294, 331· - ἀλλὰ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τῆς μαχαίρας, (ἴδε ἐν λ.). ΙΙ. τὸ ἐν τῇ τευθίδι ξιφοειδὲς [[ὀστοῦν]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, π. Ζ. Μορ. 2.8, 8. 2) = ξιφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 306. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι (πρβλ. [[ξιφίον]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 1. (Πιθ. ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[σκίφος]] ἦν ὁ ἀρχαιότατος, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδιν. skaf-a ([[ξυρίζω]], ξέω, ῥυκανίζω), Ἀρχ. Γρμ. scab-a ([[ῥυκάνη]]), καὶ ἴδε Ξ, ξ. ΙΙ. 1, ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ξίφαι ὡς σημαῖνον τὴν σιδηρᾶν λεπίδα τῆς ῥυκάνης). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> épée <i>ou</i> poignard;<br /><b>2</b> <i>glosé</i> « braquemart » <i>par Hsch</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ piquer, creuser ; cf. [[σκάπτω]], [[σκάφη]], etc. | |||
}} | }} |