κλειτοριάζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειτοριάζω''': -ίζω, ψηλαφῶ, [[ψαύω]] τὴν κλειτορίδα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».
|lstext='''κλειτοριάζω''': -ίζω, ψηλαφῶ, [[ψαύω]] τὴν κλειτορίδα, [[Πολυδ]]. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».
}}
{{bailly
|btext=caresser le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[κλειτορίς]]².
}}
}}